Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

23 Σεπτεμβρίου – Εορτή Συλλήψεως Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και Βαπτιστού

  • Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος ήταν υιός του ιερέως Ζαχαρίου και της Ελισάβετ. Γεννήθηκε 6 μήνες προτού γεννηθεί ο Χριστός και έγινε Πρόδρομος του Κυρίου και Βαπτιστής Του.
  • Ο χρόνος όμως κύλησε, χωρίς καμιά θεϊκή απάντηση στο ποθητό τους αίτημα. Ο Ζαχαρίας έκανε πάντοτε την Ιερατική του λειτουργία στο Ναό του Σολομώντος.

  • Σύμφωνα δε με την συνήθεια, που επικρατούσε τότε στο Ιερατείο, ο Ιερεύς ο οποίος θα προσέφερε θυμίαμα στο θυσιαστήριο των θυμιαμάτων διαλεγόταν με κλήρο. Μια μέρα, λοιπόν, ο κλήρος έπεσε στον Ιερέα Ζαχαρία. Τότε αυτός προχώρησε μέσα στο Ναό του Κυρίου, για να προσφέρει το θυμίαμα, ενώ πλήθος κόσμου ήταν συγκεντρωμένο και προσευχότανε εκεί έξω από το Θυσιαστήριο.
  • Η εμφάνιση του Αγγέλου στον Ζαχαρία

  • Την ώρα, όμως που το θυμίαμα άρχισε ν’ ανεβαίνει ανάλαφρα και να ευωδιάζει ο Ναός από το άρωμά του ο Ζαχαρίας είδε ένα αστραποβόλο Άγγελο να κάθεται στα δεξιά του Θυσιαστηρίου. Αμέσως τον κατέλαβε ταραχή και τον κυρίεψε ο φόβος. Τότε ο Άγγελος με φωνή γλυκιά και καθησυχαστική του είπε. «Μή φοβοῦ Ζαχαρία, διότι εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, καί ἡ γυνή σου Ἐλισάβετ γεννήσει υἱόν σοί»
  • -Μη φοβάσαι, δηλ. Ζαχαρία. Δεν είναι για να φοβάσαι τούτη τη στιγμή, αλλά για να χαίρεσαι. Μεγάλη είδηση χαράς σου φέρνω: Η παράκληση σου, που έκανες στο Θεό τόσες φορές, εισακούστηκε. Η Ελισάβετ θα σου γεννήσει παιδί και θα το ονομάσεις Ιωάννη.
  • Ο Ζαχαρίας, όμως, ενώ ακούει αυτά τα ουρανόσταλτα λόγια, σκέφτεται την προχωρημένη ηλικία της γυναίκας του και την στειρότητά της. Σκέφτεται και τα δικά του γεράματα και ρωτάει τον Άγγελο με κάποια δυσπιστία:
  • Με ποιο τρόπο, με ποιο σημάδι μπορώ να πιστέψω και να βεβαιωθώ αυτό που μου λες; Πώς να το πιστέψω αυτό, αφού κι εγώ είμαι γέροντας και η γυναίκα μου είναι περασμένη στα χρόνια;
    Τότε ο Άγγελος του αποκρίθηκε; Εγώ είμαι ο Γαβριήλ. Είμαι ο Αρχάγγελος, που στέκομαι δίπλα στο Θεό για να τον υπηρετώ. Και είμαι απεσταλμένος του Θεού να σου φέρω αυτές τις χαρούμενες ειδήσεις. Αφού όμως ζητάς σημάδι, για να πιστέψεις, θα το έχεις. «Ἰδού ἔση σιωπῶν καί μή δυνάμενος λαλῆσαι». Από χώρα μέχρις ότου γεννηθεί το παιδί, θα είσαι άλαλος και βουβός.
  • Το τέλος της ντροπής της ατεκνίας

  • Έπειτα από λίγες μέρες η Ελισάβετ συνέλαβε υιό και ένοιωσε μέσα της να σκιρτάει η ζωή. Πέντε μήνες κρύβει την εγκυμοσύνη της η Ελισάβετ από ντροπή, για την ηλικία που βρίσκεται. Έπειτα όμως φανερώνεται. Καταλαβαίνει, ότι πρέπει να δείξει την χάρη, που της έκανε ο Θεός. Κι εκεί, που ο κόσμος την συγχαίρει, για το ευχάριστο γεγονός, εκείνη δοξάζει τον Θεό και Τον ευχαριστεί διότι την απάλλαξε από την ντροπή της ατεκνίας. Πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι η ατεκνία ήταν ντροπή μεγάλη και όνειδος σκληρό την εποχή εκείνη.
  •  

ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ 2020

 

ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ

Γιορτάζουμε σήμερα 26 Σεπτεμβρίου, ημέρα μνήμης της Μεταστάσεως του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και Ευαγγελιστού, ας πούμε λίγα λόγια:

Ο Άγιος Ιωάννης, ο αγαπημένος μαθητής του Ιησού, ήταν γιος του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και μικρότερος αδελφός του αποστόλου Ιακώβου. Γεννήθηκε στη Γαλιλαία και δεν ήταν εγγράμματος διότι από μικρός βοηθούσε τον πατέρα του που ήταν ψαράς. Στην αρχή ήταν μαθητής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και αμέσως μόλις γνώρισε τον Ιησού έγινε μαθητής Του μαζί με τον αδερφό του τον Ιάκωβο. Η Εκκλησία μας του απένειμε την προσωνυμία του Θεολόγου. Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος είναι ο Ευαγγελιστής της αγάπης. Όχι μόνο γιατί αναφέρεται συνεχώς στα κείμενά του στην αγάπη, αλλά κυρίως γιατί την βίωνε και την εξέφραζε. Αγαπούσε πολύ τον Διδάσκαλό του.  

Τον ακολούθησε και στις πιο δύσκολες ώρες της επίγειας ζωής Του. Όταν οι άλλοι μαθητές ήταν κρυμμένοι «διά τον φόβον των Ιουδαίων», αυτός ήταν παρών στην σύλληψή Του, στην δίκη και στον Γολγοθά, όπου κάτω από τον Σταυρό στις κρίσιμες εκείνες στιγμές του εμπιστεύθηκε ο Χριστός την μητέρα Του.
Μόνο αυτός απ’όλους τους Αποστόλους ονομάζεται «υιός Παρθένου», και μάλιστα της Μητροπαρθένου και Θεομήτορος, αφού έγινε για Αυτήν κατά χάριν ό,τι ο Χριστός Της είναι κατά φύσιν. Είναι ο μόνος όπου απέκτησε την ίδια με τον Χριστό μητέρα, είναι και ο μόνος αδελφός Του επάνω από όλους και συγγενής και αφομοιωμένος με τον Υιό του Θεού.
Ο Ιωάννης τίμησε την επιθυμία του Κυρίου και μέχρι την Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου Την φρόντιζε ως αληθινή του μητέρα. Μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και τον Πέτρο αποτελούσαν την τριάδα τον μαθητών που είχε μαζί του ο Χριστός στην ανάσταση της κόρης του Ιαείρου, στο όρος Θαβώρ, όπου «μετεμορφώθει έμπροσθεν αυτών», καθώς και στην Γεθσημανή, όπου προσευχήθηκε πριν από το πάθος Του.
Ο Ιωάννης είναι ο συγγραφέας του 4ου κατά σειρά Ευαγγελίου στην Καινή Διαθήκη, το θεολογικότερο όλων και θεωρούμενο ως Ευαγγέλιο της αγάπης, καθώς επίσης τριών Καθολικών Επιστολών και της Αποκάλυψης.
Τη ζωή του κοντά στον Κύριο τη γνωρίζουμε μέσα από τα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης. Ο Ιωάννης συνέχισε έντονα την δράση του και μετά την Ανάληψη του Κυρίου. Αυτός και ο Πέτρος ήταν οι πρώτοι που κήρυξαν μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος σε όλο τον κόσμο τον Λόγο του Κυρίου. Ο Άγιος Ιωάννης ήταν ο μαθητής της αγάπης που μας διδάσκει να αγαπούμε τον Θεό όχι μόνο «εν λόγω και γλώσση», αλλά και «εν έργω και αληθεία» (Α’ Ιω. γ’ 18).
Η παράδοση, επίσης, μας λέει ότι ο Ιωάννης κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μικρά Ασία, και ιδιαίτερα στην Έφεσο. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Δομετιανού βασανίστηκε και εξορίστηκε στη Πάτμο, όπου αξιώθηκε και έγραψε την Αποκάλυψη στο σπήλαιο. Σε μεγάλη ηλικία ξαναγύρισε στην Έφεσσο όπου συνέγραψε το ευαγγέλιό του.
Αξίζει να αναφέρουμε τη φράση που συνεχώς έλεγε στους μαθητές του: «Τεκνια, αγαπατε αλλήλους» (Ιωαν. ιγ΄ 34), που σημαίνει, παιδιά μου, να αγαπάτε ο ένας τον άλλο, και όταν οι μαθητές του ρώτησαν γιατί συνεχώς τους λέει την ίδια φράση, αυτός απάντησε «διότι είναι εντολή του Κυρίου, και όταν αυτό μόνο γίνεται, αρκεί.
Ο Ιωάννης έζησε γύρω στα 100 χρόνια και κοιμήθηκε ειρηνικά γύρω στο 105 με 106 μ.Χ. στην Έφεσσο και τάφηκε έξω από αυτήν. Μετά από μερικές μέρες οι μαθητές του και πολλοί χριστιανοί πήγαν να προσκυνήσουν και είδαν τον τάφο άδειο. Ο Άγιος αναστήθηκε και μετέστη στην αιώνια ζωή.
Είθε να αγαπούμε κι εμείς τον Άγιο Θεό, όπως Τον αγαπούσε ο Ιωάννης !!!
Να τιμούμε κι εμείς με τη σειρά μας τον αγαπημένο μαθητή του Χριστού Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, όπως τον τιμούσαν τόσοι άλλοι Άγιοι, για να αξιωθούμε κι εμείς της Βασιλείας των Ουρανών και να γίνουμε κληρονόμοι ζωής αιωνίου.
Αμήν.


Απολυτίκιο:
Απόστολε, Χριστώ τω Θεώ ηγαπημένε, επιτάχυνον, ρύσαι λαόν αναπολόγητον δέχεταί σε προσπίπτοντα, ο επιπεσόνα τω στήθει καταδεξάμενος όν ικέτευε Θεολόγε, και επίμονον νέφος εθνών διασκεδάσαι, αιτούμενος ημίν ειρήνην, και το μέγα έλεος.

Κυριακή Α’ Λουκά – Η θαυμαστή αλιεία

 

Κυριακή Α’ Λουκά – Η θαυμαστή αλιεία

Ευαγγέλιο Κυριακής: Λουκ. ε’ 1-11

1 Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ,  ἑστὼς ὁ Ἰησοῦς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, 2 καὶ εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα. 3 ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. 4 ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. 5 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. 6 καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. 7 καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. 8 ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν  Ἰησοῦ λέγων· ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· 9 θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, 10 ὁμοίως δὲ καὶ  Ἰάκωβον καὶ  Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ  Ἰησοῦς· μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. 11 καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.

Η θαυμαστή αλιεία

Ο σκοπός του θαύματος

Ο Κύριος περιδιαβαίνει την ακρογιαλιά της Γαλιλαίας και τα πλήθη τρέχουν με πόθο κοντά του. Και καθώς βλέπει δυο μικρά πλοία αραγμένα στη λίμνη, μπαίνει σ’ ένα από αυτά· είναι το πλοίο του Σίμωνα. Και τον παρακαλεί να το σύρει λίγο πιο μέσα στη λίμνη για να διδάξει τα πλήθη μέσα από το πλοίο αυτό. Όταν τελείωσε τη διδασκαλία του ο Κύριος, λέει στον Σίμωνα: Φέρε πάλι το πλοίο στα βαθιά νερά της λίμνης και ρίξτε τα δίχτυα σας. Ο Σίμων όμως με έκπληξη του αποκρίνεται: Διδάσκαλε, όλη τη νύχτα κοπιάσαμε ρίχνοντας τα δίχτυα και δεν πιάσαμε τίποτε. Αφού όμως το λες εσύ, θα ρίξω το δίχτυ. Και το θαύμα που ακολούθησε ήταν εντυπωσιακό. Το δίχτυ τους γέμισε τόσο πολλά ψάρια, ώστε άρχισε να σχίζεται. Οι ψαράδες τότε φώναξαν αμέσως τους συνεταίρους τους που ήταν στο άλλο πλοίο, να βοηθήσουν να σύρουν το δίχτυ επάνω. Αλλά τα ψάρια ήταν τόσο πολλά, ώστε τα δυο πλοία κινδύνευαν να βυθισθούν.

Τι νόημα όμως είχε αυτό το τόσο εντυπωσιακό θαύμα; Και γιατί ο Κύριος πριν το επιτελέσει ζήτησε από τους ψαράδες να ρίξουν τα δίχτυα τους και μάλιστα σε ακατάλληλη ώρα; Διότι ο Κύριος μέσα από το θαύμα αυτό ήθελε να διδάξει πολύ μεγάλες αλήθειες στους ψαράδες της Γαλιλαίας, τους οποίους σε λίγο θα καλούσε να γίνουν αλιείς ανθρώπων και να σαγηνεύουν στα πνευματικά τους δίχτυα όλη την οικουμένη. Αυτό το θαύμα ήταν τύπος της πνευματικής αλιείας τους. Και έπρεπε να χαραχθεί βαθιά στην ψυχή τους. Έπρεπε να το θυμούνται πολύ καλά οι Απόστολοι του Κυρίου όταν αργότερα στο τιτάνιο έργο τους θα συναντούσαν δυσκολίες και απογοητεύσεις. Να θυμούνται και να συναισθάνονται ότι στην πνευματική τους διακονία χωρίς τον Κύριο δεν θα μπορούσαν τίποτε να επιτύχουν, ενώ με τη δική του δύναμη θα μπορούσαν να κάνουν τα πάντα. Άδεια τα δίχτυα χωρίς την ευλογία του. Γεμάτα όταν τα ευλογούσε ο Χριστός.

Έπρεπε ακόμη να καταλάβουν οι μαθητές μέσα από το θαύμα αυτό ότι για να έχουν καρποφορία στο έργο τους θα έπρεπε να έχουν τυφλή υπακοή στα προστάγματα του Κυρίου. Ακόμη και σ’ αυτά που δεν κατανοούσε η περιορισμένη τους λογική. Και να μην υπολογίζουν κόπο και θυσίες. Αυτοί να δίνουν το χρόνο τους, τον κόπο τους και τη ζωή τους στην υπηρεσία του Κυρίου, για να τα μεταχειρισθεί όπως Αυτός ήθελε· έχοντας τη βεβαιότητα ότι ο Κύριος θα επιβραβεύει τη θυσία τους, την πρόθυμη υπακοή τους, την αδιάσειστη πίστη τους στη δύναμή του.

Συναίσθηση αμαρτωλότητος

Όταν είδε ο Πέτρος το πρωτοφανές αυτό και ανέλπιστο πλήθος των ψαριών, έπεσε στα γόνατα του Χριστού και είπε: Βγες από το πλοίο μου και φύγε από μένα, Κύριε, διότι είμαι άνθρωπος αμαρτωλός και δεν είμαι άξιος να Σ’ έχω στο πλοίο μου. Ο Κύριος όμως τον καθησύχασε και του είπε: Μη φοβάσαι. Από τώρα θα σαγηνεύεις ανθρώπους, τους οποίους με το κήρυγμά σου θα οδηγείς στη σωτηρία. Κατόπιν αφού όλοι μαζί οι ψαράδες επανέφεραν τα πλοία στη στεριά, άφησαν τα πάντα και Τον ακολούθησαν.

Η στάση όμως του αποστόλου Πέτρου μας δημιουργεί κάποιον προβληματισμό. Γιατί αντί να πανηγυρίσει για το μεγαλειώδες θαύμα, παρακάλεσε τον Κύριο να φύγει από το πλοίο του; Αυτός που από τα παιδικά του χρόνια περίμενε τον Μεσσία, τώρα Του ζητά να φύγει από τη ζωή του; Ασφαλώς το αίτημα του Πέτρου δεν εκφράζει μια διάθεση αρνήσεως και αποδιώξεως του Χριστού. Αντίθετα. Ο άδολος αυτός ψαράς της Γαλιλαίας ένιωσε την ώρα εκείνη ένα φοβερό συγκλονισμό στην ψυχή του. Κατάλαβε μέσα στην ευλογία του θαύματος ότι δεν έχει μπροστά του έναν απλό άνθρωπο, αλλά ένα μοναδικό διδάσκαλο που έχει θεία δύναμη. Και αισθανόμενος το μεγαλείο του δεν αντέχει να ατενίσει το θεϊκό του πρόσωπο, αλλά πέφτει συντετριμμένος και Τον προσκυνά. Διότι αισθάνεται τον εαυτό του ανάξιο της παρουσίας του. Αισθάνεται του Χριστού την αγιότητα και τη δική του μικρότητα και αμαρτωλότητα.

Αυτό ακριβώς συμβαίνει σε κάθε πνευματικό άνθρωπο κάθε φορά που αισθάνεται ιδιαιτέρως έκδηλη την ευλογία του Θεού στη ζωή του. Είναι ένα βίωμα που το νιώθουμε οι πιστοί καθώς βρισκόμαστε σε μία ιερή ώρα της λατρείας ή σε στιγμές που αισθανόμαστε τον Θεό ολοζώντανο στη ζωή μας, και αφυπνίζεται η συναίσθηση της αμαρτωλότητός μας. Μας συνέχει τότε ο φόβος του Θεού. Τρέμουμε, φοβόμαστε την παρουσία του Θεού, αλλά ταυτόχρονα και την ποθούμε και τη λαχταρούμε. Πώς να πλησιάσουμε τον πάναγνο Κύριο οι ρυπαροί και ανάξιοι; Αισθανόμαστε πόσο αμαρτωλοί είμαστε και ότι δεν αξίζουμε των ευλογιών του Κυρίου. Αυτό όμως που δεν καταλαβαίνουμε ίσως είναι ότι όσο περισσότερο αναγνωρίζουμε την αμαρτωλότητά μας, τόσο περισσότερο ελκύουμε το έλεος και την αγάπη του Κυρίου. Γι’ αυτό ας στεκόμαστε με δέος και φόβο ενώπιόν του και ας Τον παρακαλούμε ταπεινά και ολοκάρδια να μη φύγει ποτέ από κοντά μας λόγω της μεγάλης αμαρτωλότητός μας, αλλά να μένει πάντοτε στη ζωή μας και να την γεμίζει με τις ευλογίες του.

Ο Σωτήρ, 1985

 

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020


Κυριακή μετά την Ύψωση

Εἶπεν ὁ Κύριος· 34 ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. 35 ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου οὗτος σώσει αὐτήν. 36 τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; 37 ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; 38 ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων.
1 ΚΑΙ ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.

Κυριακή μετά την ύψωση

Να σηκώνουμε το σταυρό μας

Την Κυριακή μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, στο ευαγγελικό ανάγνωσμα ο Κύριος καλεί όλους τους πιστούς να σηκώνουμε με πίστη τον δικό μας σταυρό λέγοντας: Εκείνος που θέλει να με ακολουθεί ως μαθητής μου, ας διακόψει κάθε σχέση με τον διεφθαρμένο από την αμαρτία εαυτό του και ας πάρει τη σταθερή απόφαση να σηκώνει καθημερινά τον σταυρό του, και τότε ας με ακολουθεί. Διότι, όποιος θέλει να σώσει την πρόσκαιρη ζωή του, θα χάσει την αιώνια ζωή. Όποιος όμως χάσει και θυσιάσει τη ζωή του για μένα και το Ευαγγέλιό μου, αυτός θα σώσει την ψυχή του και θα κερδίσει την αιώνια μακαριότητα.
Τι νόημα έχουν τα λόγια αυτά του Κυρίου; Γιατί ο Κύριος ζητά από όλους τους μαθητές του να σηκώνουν διαρκώς ένα σταυρό; Για να κατανοήσουμε το νόημα των λόγων αυτών του Κυρίου θα πρέπει να δούμε πότε ο Κύριος είπε τα λόγια αυτά. Τα είπε ακριβώς μετά από την ώρα εκείνη που ο απόστολος Πέτρος με έντονο τρόπο προέτρεψε τον Κύριο να μην πάει στην Ιερουσαλήμ, να άνηθοι το Πάθος και το σταυρικό θάνατο. Τότε ο Κύριος μπροστά στους μαθητές επέπληξε τον Πέτρο και του είπε: «ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ» (Ματθ. ις’ 23). Διότι ο Πέτρος δεν μπορούσε να κατανοήσει εκείνη την ώρα ότι χωρίς τον σταυρικό θάνατο του Κυρίου δεν θα σωζόταν το ανθρώπινο γένος.
Αμέσως λοιπόν μετά ο Κύριος προσκαλεί τους μαθητές του και τα πλήθη και μπροστά σε όλους λέει ότι όχι μόνον ο ίδιος πρέπει να σταυρωθεί, αλλά και ότι κανείς δεν μπορεί να σωθεί παρά μόνον αν σηκώσει ο καθένας τον δικό του σταυρό και Τον ακολουθήσει όπως το πρόβατο τον ποιμένα, όπως ο δούλος τον κύριό του, όπως ο στρατιώτης τον βασιλέα, ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο.
Αλλά τι σημαίνει να σηκώνουμε τον σταυρό μας; Όπως οι κατάδικοι σήκωναν τον σταυρό τους μέχρι τον τόπο της θανατικής τους εκτελέσεως, με τη βεβαιότητα ότι σε λίγο θα πέθαιναν, έτσι κι εμείς: να ζούμε καθημερινά ως μελλοθάνατοι, έχοντας διακόψει οριστικά κάθε δεσμό με τη ζωή αυτή, με τον κόσμο, την αμαρτία, τον παλαιό εαυτό μας. Με την απόφαση κάθε στιγμή, αργά η γρήγορα, να πεθάνουμε.
Σημαίνει ακόμη να σηκώνουμε αγόγγυστα τον σταυρό της κάθε ημέρας. Δηλαδή τις θλίψεις και τις δοκιμασίες που θα επιτρέψει ο Θεός στη ζωή μας, κάθε στενοχώρια και πόνο, κάθε δυσκολία στον αγώνα για την κατανίκηση των παθών μας και την απόκτηση των αρετών. Με τη βεβαιότητα ότι ο σταυρός, ο πόνος και οι θλίψεις είναι η κοινή κληρονομιά των παιδιών του Θεού· και ότι ο Κύριος επιτρέπει στον καθένα μας ξεχωριστό και μοναδικό για την περίπτωσή μας κατάλληλο σταυρό, και αυτόν οφείλουμε να τον σηκώνουμε όχι με γογγυσμό και ταραχή, με αντίδραση και διαμαρτυρία. Ούτε καταναγκαστικά, επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Αλλά με χαρά, με την πεποίθηση ότι αυτός ο σταυρός θα μας οδηγήσει στη σωτηρία.

Πόσο αξίζει μια ψυχή

Ο Κύριος στη συνέχεια κάνει μία σύγκριση ανάμεσα στην εγκοσμιότητα και στην αιωνιότητα. Τι θα ωφελήσει τον άνθρωπο, λέει, εάν κερδίσει όλο αυτόν τον υλικό κόσμο, και στο τέλος χάσει την ψυχή του, η οποία επειδή είναι πνευματική και αιώνια δεν συγκρίνεται με κανένα από τα υλικά αγαθά του φθαρτού κόσμου; Και, εάν ένας άνθρωπος χάσει την ψυχή του, τι θα δώσει ως αντάλλαγμα, για να την εξαγοράσει απ’ την αιώνια απώλεια;
Οποιοσδήποτε ντραπεί εμένα, συνέχισε ο Κύριος, επειδή φοβόνται τις περιφρονήσεις των ανθρώπων της αποστατημένης αυτής γενιάς, αυτόν θα τον αποκηρύξει και ο Υιός του ανθρώπου κατά τη μέλλουσα κρίση. Αυτός δηλαδή θα χάσει την ψυχή του για πάντα!
Με δύο λόγια δηλαδή ο Κύριος μας εξηγεί ποιο είναι το μεγαλύτερο κακό που μπορούμε οι άνθρωποι να πάθουμε: να χάσουμε την αθάνατη ψυχή μας. Διότι, μας λέει, η ψυχή μας αξίζει περισσότερο απ’ όλα τα αγαθά του κόσμου αυτού. Έχει μεγαλύτερη αξία απ’ όλα τα πλούτη, τις τιμές και τις απολαύσεις του κόσμου. Γι’ αυτό άλλωστε, για την πολύτιμη αυτή ψυχή μας ο Χριστός μας έδωσε το πλέον ατίμητο λύτρο, το τίμιο αίμα του. Εξαγόρασε την ψυχή μας απ’  τη σκλαβιά της αμαρτίας, διότι γνωρίζει ο Θεός την πραγματική αξία της ψυχής μας. Εμείς λίγο καταλαβαίνουμε την αιωνία αξία της. Λίγο κατανοούμε ότι η απώλεια της ψυχής είναι το μεγαλύτερο κακό που μπορούμε να πάθουμε. Διότι αν χάσουμε την ψυχή μας, αν χωρισθούμε δηλαδή αιωνίως απ’ τον Θεό και βυθισθούμε στο αιώνιο σκοτάδι, η απώλεια αυτή θα είναι οριστική και αμετάκλητη. Μήπως έχουμε δύο ψυχές, να δώσουμε τη μία στην αμαρτία και την άλλη στον Χριστό; Χρήματα και περιουσίες μπορούμε να ανταλλάξουμε. Την ψυχή μας όμως αν την χάσουμε, χάσαμε τα πάντα, χάσαμε κάθε αγαθό, χάσαμε τον αιώνιο Παράδεισο, χάσαμε τον Θεό. Την ψυχή μας λοιπόν και τα μάτια μας! Την ψυχή μας και τη σωτηρία μας! Πάνω απ’ όλα, και πρώτα απ’ όλα!
Ο Σωτήρ, 1984

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2020

Εορτή του Αγίου και Μεγαλομάρτυρος Ευσταθίου 20 09 2020

Εορτή του Αγίου και Μεγαλομάρτυρος Ευσταθίου



Ο Άγιος Ευστάθιος και η οικογένεια αυτού
Γιορτάζουμε στις 20 Σεπτεμβρίου, ημέρα μνήμης του Αγίου και Μεγαλομάρτυρος Ευσταθίου και της Οικογενείας αυτού, ας πούμε λίγα λόγια:
Ο Άγιος Ευστάθιος έζησε επι αυτοκρατορίας Τραϊανού και Αδριανού, ονομαζόταν Πλακίδας και ήταν ειδωλολάτρης. Ήταν αξιωματικός του Ρωμαϊκού στρατού. Μία μέρα ενώ κυνηγούσε είδε ένα ελάφι που είχε ανάμεσα στα κέρατά του έναν Σταυρό και άκουσε μία φωνή, όπου τον καλούσε στην αληθινή πίστη, στην πίστη του Χριστού. Ο Άγιος πίστεψε και βαπτίστηκε με το όνομα Ευστάθιος και τον ακολούθησε η γυναίκα του Τατιανή, που πήρε το χριστιανικό όνομα Θεοπίστη, καθώς και οι δύο γιοι τους, Αγάπιος και Θεόπιστος.
Μόλις πληροφορήθηκε ο αυτοκράτορας ότι ο αξιωματικός του έγινε χριστιανός, τον έδιωξε από το στρατό και τον εξόρισε μαζί με την οικογένειά του. Στον δρόμο για την εξορία ο Ευστάθιος χωρίστηκε από τη σύζυγό και τα παιδιά του, έφτασε σε σημείο να ζητιανεύει ώστε να μπορέσει να ζήσει. Έπειτα από κάποια χρόνια, ο Τραϊανός χρειάστηκε την πολύτιμη προσφορά του Ευσταθίου και τον ανακάλεσε στο στράτευμά του. Οι στρατιωτικές και πολεμικές ικανότητες του Ευσταθίου χάρισαν στον αυτοκράτορα μεγάλες νίκες. Μάλιστα ο Ευστάθιος σε μια από τις εκστρατείες του βρήκε ξανά την οικογένειά του, η οποία όλα αυτά τα χρόνια είχε περάσει πολλές κακουχίες. Μετά από λίγο καιρό ο Αδριανός, διάδοχος του Τραϊανού, ζήτησε από τον Ευστάθιο να παραστεί σε θυσία που θα γινόταν σε ειδωλολατρικούς θεούς όπου αυτός αρνήθηκε.
Τότε ο αυτοκράτορας διέταξε να φτιάξουν ένα χάλκινο βασανιστήριο, να το πυρώσουν καλά και να κλείσουν μέσα σ’αυτό τον Ευστάθιο και την οικογένειά του. Καθώς όμως ετοιμάζονταν να τους βάλουν μέσα, οι ίδιοι ζήτησαν να προσευχηθούν. Τότε άκουσαν τον Κύριο να λέει ότι αφού πέρασαν μεγάλους πειρασμούς με μεγάλη υπομονή και γενναιότητα θα απολαύσουν στην ουράνια πατρίδα την αιώνια χαρά. Τότε ο Άγιος και η οικογένειά του παραδόθηκαν στους στρατιώτες με μεγάλη προθυμία, κλείστηκαν μέσα στον χάλκινο θάλαμο και παρέδωσαν την ψυχή τους στον Κύριο το 126 μ.Χ. Μετά από κάποιες ημέρες ο Αδριανός διέταξε ν’ανοίξουν το χάλκινο κατασκεύασμα. Όταν το άνοιξαν, είδαν ότι ούτε μία τρίχα από το κεφάλι τους δεν είχε καεί. Στην αρχή νόμισαν ότι ήταν ακόμη ζωντανοί και διέταξε να τους βγάλουν έξω. Ο κόσμος μόλις είδε τα σώματά τους σώα κι αβλαβή, άρχισε να φωνάζει με μία φωνή «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών. Αυτός μόνο είναι ο Θεός ο αληθινός και κανείς άλλος». Ο Αδριανός φοβήθηκε και έφυγε. Τότε κάποιοι Χριστιανοί πήραν τα νεκρά σώματα των Αγίων κρυφά και τα έθαψαν με ιδιαίτερη ευλάβεια.
Ο Άγιος Ευστάθιος θεωρείται ο προστάτης των κυνηγών.






Απολυτίκιο:
Αγρευθείς ουρανόθεν προς ευσέβειαν ένδοξε, τη του σοι οφθέντος δυνάμει, δι’ελάφου Ευστάθιε, ποικίλους καθυπέστης πειρασμούς, και ήστραψας εν άθλοις ιεροίς, συν τη θεία σου συμβίω και τοις υιοίς, φαιδρύνων τους βοώντας σοι. Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω δείξαντί σε εν παντί, Ιώβ παμμάκαρ δεύτερον.

Το συναξάρι επιμελείται ο συνεργάτης του agioritikovima.gr Κυριάκος Διαμαντόπουλος

Πηγή: agioritikovima.gr

 

 

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2020

Αγαθοκλείας, των Αγίων Μαξίμου, Θεοδότου και Ασκληπιοδότη, Λουκίας και Γεμινιανού, Θεοδότης της εν Νίκαια, Χαραλάμπου και Παντολέον, Πηλέα και Νείλου, Πατερμούθιου και Ηλία, των Αγίων 100 Μαρτύρων, των Αγίων 50 Μαρτύρων, Ηρακλείδου και Μύρωνος, Αναστασίου Οσίου, Ευξιφίου





Η Αγία Αγαθόκλεια
Με τη μεγάλη της υπομονή στο μαρτύριο, στόλισε και αυτή τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού. Αν και από τη γέννησή της δούλα, έλαμψε δια Ιησού Χριστού ελεύθερη στην ψυχή. Ο κύριος της, που ονομαζόταν Νικόλαος, είχε γίνει χριστιανός και φερόταν προς την Αγαθόκλεια με πολλή φιλανθρωπία και αγαθότητα. Αλλά η κυρία της, Παυλίνα, γυναίκα σκληρόκαρδη, επέμενε στην ειδωλολατρία. Και όπως ήταν θυμώδης και μέθυσος βασάνιζε πολλές φορές την Αγαθόκλεια και προσπαθούσε με πείσμα να την επαναφέρει στη θρησκεία των ειδώλων. Επί οκτώ χρόνια έτσι, η ταλαίπωρη και συγχρόνως μακάρια δούλα, υπέφερε καθημερινή ζωή μαρτυρίου. Την έβριζε, τη χτυπούσε, κένταγε με πιρούνια το σώμα της και την πλήγωνε με αλύπητο μαστίγωμα. Και επειδή όλα αυτά δεν νικούσαν τη γνώμη της ευσεβέστατης χριστιανής, κάποια μέρα, άναψε φωτιά και την έσπρωξε μέσα σ' αυτή. Έτσι η Αγαθόκλεια λυτρώθηκε από την άσεβη και κακούργο ειδωλολάτρισσα κυρία της, και αποδήμησε στα μακάρια και ελεύθερα σκηνώματα των δικαίων.




Οι Άγιοι Μάξιμος, Θεόδοτος και Ασκληπιοδότη
Μαρτύρησαν με σκληρό τρόπο, επειδή ομολόγησαν τον Χριστό. Στην αρχή τους μαστίγωσαν, κατόπιν τους έκοψαν τα χέρια και τα πόδια, τους φυλάκισαν και στο τέλος τους αποκεφάλισαν. (Καταγόταν από την Μαρκιανούπολη της Θράκης).



Η Αγία Λουκία η χήρα και Γεμινιανός ο γιος της
Η αγία Λούκια ήταν πλούσια Ρωμαία κατά την εποχή των βασιλέων Διοκλητιανού (284-304) και Μαξιμιανού (286-305). Μετά 36 χρόνια χηρείας και σε ηλικία 75 χρονών, προδόθηκε από τον ειδωλολάτρη γιο της Ευτρόπιο, στον Διοκλητιανό, ότι πιστεύει στον Χριστό. Τότε η Αγία συνελήφθη και κλείστηκε στη φυλακή. Εκεί υπέστη σκληρά βασανιστήρια, αλλά με τη χάρη του Θεού παρέμεινε αβλαβής και περιφερόταν στην πόλη για να αποδοκιμάσει μ' αυτό τον τρόπο την μικρότητα των βασανιστών της. Το είδε αυτό ο Γερμινιανός (ή Γεμινιανός), πίστεψε στον Χριστό και μαζί με την Λούκια παρουσιάστηκε στον βασιλιά, ομολογώντας τον Χριστό. Η Λούκια υιοθέτησε τον Γερμινιανό, τον βάπτισε και αφοί απαλλάχτηκαν από τους βασανιστές τους, έφυγαν στο Ταυρομένιο της Σικελίας. Αλλά εκεί, λόγω διωγμού, η Λούκια τράβηξε για τα βουνά, όπου απεβίωσε ειρηνικά. Ο δε Γερμινιανός συνελήφθη και αποκεφαλίστηκε.



Η Αγία Θεοδότη

Η Αγία Θεοδότη, η οποία έζησε στα χρόνια του βασιλιά Αλέξανδρου Σεβήρου το 22 μ.χ. Η Θεοδότη καταγόταν από τον Εύξεινο Πόντο, ήταν πλούσια αλλά και χριστιανή. Περισσότερο πλούσια όμως ήταν στην ψυχή της. Έκανε πολλά έργα φιλανθρωπίας και ήταν πάντα κοντά σε όποιον την είχε ανάγκη. Καταγγέλθηκε όμως στον διοικητή της Καππαδοκίας Σιμπλίκιο, ότι με τα χρήματά της προσπαθούσε να προσελκύσει ειδωλολάτρες στον χριστιανισμό. Αμέσως διατάχθηκε να την υποβάλλουν σε σκληρά βασανιστήρια. με θαυμαστό τρόπο όμως έκλεισαν οι πληγές της και η πόρτα της φυλακής άνοιξε μόνη της. Τελικά αποκεφαλίστηκε λαμβάνοντας έτσι το στεφάνι της αιωνίου ζωής.




Οι Άγιοι Χαράλαμπος, Παντολέων και η συνοδεία τους
"Η σύναξις αυτών τελείται εν τω Δευτέρω"

Δεν έχουμε περισσότερες λεπτομέρειες για τον Βίο των Αγίων.




Οι Άγιοι Πηλέας και Νείλος Ιερομάρτυρες και Επίσκοποι
Κατάγονταν από την Αίγυπτο. Παρουσιάστηκαν με θάρρος σαν Χριστιανοί, μαζί με τον Πατερμούθιο, τον Ηλία και 100 άλλους χριστιανούς, στον ειδωλολάτρη βασιλιά. Υπέστησαν φρικτά μαρτύρια, τους έβγαλαν το δεξί μάτι και στο τέλος τους έκαψαν ζωντανούς.



Οι Άγιοι Πατερμούθιος και Ηλίας οι ένδοξοι
Μαρτύρησαν δια πυρός.


Οι Άγιοι 100 Μάρτυρες οι Αιγύπτιοι
Πρόκειται για τους Μάρτυρες που μαρτύρησαν μαζί με τους Πηλέα και Νείλου.


Οι Άγιοι 50 Μάρτυρες από την Παλαιστίνη
Αυτοί ήταν από μια χώρα που ονομαζόταν Ζωώρα. Καταγγέλθηκαν στον δούκα του τόπου, ότι ήταν χριστιανοί. Στην αρχή τους έστειλαν στα μεταλλεία σαν εργάτες, αλλά επειδή επέμεναν στην πίστη τους, τελικά τους έκαψαν στη φωτιά ζωντανούς.



Οι Άγιοι Ηρακλείδης και Μύρων επίσκοποι Ταμάσου της Κύπρου
Ο Ηρακλείδης ήταν γιος Ιερέα ειδωλολάτρη, του Ιεροκλέα, που Ιεράτευε κατά τη Σολέα της Κύπρου, στο χωριό Λαμπαδιστό. Ο ιερέας διακρινόταν για τα φιλόξενα αισθήματα του και γι' αυτό δεν δίστασε να φιλοξενήσει τον Παύλο και τον Βαρνάβα και τον Μάρκο, όταν αυτοί βρέθηκαν στο έδαφος της Κύπρου. Τότε είλκυσαν στον Χριστό τον γιο του Ηρακλείδη και αυτός στη συνέχεια έφερε στον Χριστό τους γονείς του. Τον Ηρακλείδη ο Παύλος διόρισε επίσκοπο Ταμασίων της Κύπρου. Εργάστηκε με πολύ ζήλο, έχοντας συνεργάτη του τον Μύρωνα. Μπόρεσαν και οι δύο να φέρουν κοντά στον Χριστό πολλούς ειδωλολάτρες. Οι επιτυχίες τους όμως αυτές, προκάλεσαν τη μανία των απίστων. Και έτσι κάποια μέρα, όρμησαν οπλισμένοι επάνω τους και αφού τους θανάτωσαν, στη συνέχεια τους έριξαν στη φωτιά. Και έτσι έλαβαν το αμαράντινο στεφάνι του μαρτυρίου.
Για τον Άγιο Ηρακλείδη διαβάζουμε τα εξής :
Τις σου τον βίον ισχύσει εκδιηγήσασθαι;... Χαίρε ότι εχρίσθης Ιεράρχης θεόθεν. Χαίρε ότι εφάνης οδηγός παιδιόθεν»...

Δικαιολογημένη η απορία. Δίκαιος και ο έπαινος. Γιατί ο άγιος Ηρακλείδιος, που γιορτάζουμε στις 17 του Σεπτέμβρη, δεν είναι μόνο ο πρώτος Ιεράρχης της ξακουστής Ταμασού, αλλά κι ένας απ' τους πρώτους και πιο σπουδαίους Ιεράρχες της Νήσου των Αγίων, της ευλογημένης Κύπρου μας.
Γεννήθηκε στη Λαμπαδού ή Λαμπαδιστό, ένα χωριό κοντά στο σημερινό Μιτσερό, κι ήταν γιος ειδωλολάτρη ιερέα.

Κάποια μέρα που πατέρας και γιος καταγινόντουσαν με την προσφορά θυσίας στους θεούς, δύο ξένοι πλησίασαν, κι αφού χαιρέτησαν με καλοσύνη, ζήτησαν να μάθουν απ' αυτούς τον δρόμο που θα τους οδηγούσε προς την Πάφο.
Οι δύο ξένοι, που φαινόντουσαν να έρχονται από μακριά, ήταν οι απόστολοι Βαρνάβας και Μάρκος που είχαν έρθει στο νησί με τον απόστολο Παύλο για την πρώτη τους αποστολική περιοδεία, γύρω στο 45-46 μ.Χ.
Ο ειδωλολάτρης ιερέας Ιεροκλής η Ιερόκλεως, ο πατέρας του Ηρακλειδίου, με την ευγένεια και τη φιλοξενία που διακρίνει τους Έλληνες, έσπευσε να καλέσει τους ξένους να παραμείνουν στο σπίτι του, εκεί στο χωριό τη Λαμπαδού, για να ξεκουραστούν.
Οι Απόστολοι όμως επέμεναν να προχωρήσουν κι αυτός, για να τους διευκολύνει, έστειλε τον γιο του τον Ηρακλέωνα, να τους συνοδεύσει ως έξω από το χωριό, και να τους δείξει τον δρόμο. Ευλογημένη συνάντηση.! Και τρισευλογημένη απόφαση!

Μόλις οι Απόστολοι απομακρύνθηκαν απ' εκεί, άρχισαν τη συζήτηση με τον νεαρό.
- Τι εκάμνατε, παιδί μου, εκεί που σας συναντήσαμε, ρώτησε ο ένας απ' αυτούς, ο Βαρνάβας.
- Προσφέραμε θυσία στους θεούς μας, απήντησε ο Ηρακλείδιος.
- Θεοί οι πέτρες και τα ξύλα; Όχι, παιδί μου. Αυτά δεν είναι θεοί. Είναι δημιουργήματα. Είναι έργα χειρών ανθρώπων.
Ο Θεός είναι ένας. Αυτός, που εδημιούργησε «τον ουρανόν και την γην, την Θάλασσαν και πάντα τα εν αύτοις».
Ο Θεός, ο αληθινός Θεός, δεν κατοικεί μέσα σε χειροποίητους ναούς, ούτε και υπηρετείται από χέρια ανθρώπων, γιατί δεν έχει ανάγκη από τίποτα. Αντίθετα! Αυτός είναι που δίδει σε όλα ζωή κι αναπνοή κι όλα όσα τους χρειάζονται για τη συντήρηση τους. Αυτός, από ένα ζευγάρι, έκανε όλα τα έθνη των ανθρώπων που κατοικούν πάνω στη γη. Κι Αυτός, όταν οι άνθρωποι πλανηθήκαμε, από αγάπη άπειρη έστειλε σ' εμάς τον γιο του, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, για να μας σώσει...

Ο Ηρακλέων με κατάνυξη άκουε τα λόγια των Αποστόλων. Η ψυχή του, σαν τη διψασμένη γη, ρουφούσε κυριολεκτικά τη διδασκαλία γύρω από το πρόσωπο του Ιησού. Και το αποτέλεσμα; Ευλογημένο! Ο νεαρός προσήλυτος, όταν έφθασαν στον ποταμό Σέτραχο, Μερικοί φρονούν πως ο ποταμός στον όποιο βαπτίσθηκε ο Ηρακλείδιος είναι ο Καρκώτης, ο ποταμός της Σολέας. που τρέχει κάτω από το χωριό της Μαραθάσας, τον Καλοπαναγιώτη, σαν τον Ευνούχο της Κανδάκης της βασίλισσας των Αιθιόπων, ρώτησε με λαχτάρα:

— Ποιος με εμποδίζει να βαπτιστώ;
— Κανένας, ήταν η απάντηση. Αρκεί να το θελήσεις.
— Το θέλω! φώναξε ο Ηρακλέων. Το θέλω με την καρδιά μου!

Τότε οι Απόστολοι, γεμάτοι χαρά, κατέβηκαν στον ποταμό, τον βάφτισαν «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», και του έδωκαν το όνομα Ηρακλείδιος. Μετά προχώρησαν σε μια σπηλιά κοντά στον ποταμό, στην οποία παρέμειναν μερικές μέρες συνεχίζοντες τη διδασκαλία.

Εκεί ένα πρωί ήρθε απροσδόκητα και τους συνήντησε κι ο απόστολος Παύλος. Την επόμενη έφτασε κι ο Μνάσων, τον όποιο ο απόστολος και ευαγγελιστής Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων ονομάζει «αρχαίον μαθητήν» (Πράξ. κα', 16). Αφού συμπληρώθηκε η κατήχηση του νεοφώτιστου οι τρεις απόστολοι τον χειροτόνησαν επίσκοπο της Ταμασού και του ανέθεσαν υστέρα από θερμή προσευχή να συνεχίσει το έργο της αλιείας ψυχών στην πολυάνθρωπο πόλη. Μαζί του έμεινε κι ο Μνάσων.

Οι δύο μαθητές αφού αποχαιρέτησαν τους Αποστόλους και με δάκρυα στα μάτια κατευόδωσαν για την Πάφο, ρίφθηκαν με φλογερό ζήλο στο έργο τους. Το ιερό έργο της σωτηρίας ψυχών. Τόπος συνάξεων ένα υπόγειο. ένα υπόγειο σπήλαιο, που σώζεται και σήμερα και που βρίσκεται μέσα στο ομώνυμο μοναστήρι. Το σπήλαιο αυτό χρησίμεψε όχι μονάχα ως εκκλησία στην οποία ο Ηρακλείδιος συγκέντρωνε τους πιστούς του, αλλά και σαν κατοικία κι ασκητήριό του. Κάτι περισσότερο. Το σπήλαιο αυτό έγινε ακόμη και τάφος του, μα και τάφος της ειδωλολατρίας.

Εδώ θεμελιώθηκε η πρώτη Εκκλησία που σιγά-σιγά απλώθηκε σ' όλη την πόλη. Ανάμεσα στους πρώτους πού κλήθηκαν να χαρούν το φως της νέας ζωής, υπήρξαν οι γονείς του φλογερού και ζηλωτή εργάτη του χριστιανικού αμπελώνα. Τα λόγια του Πνεύματος του Θεού «είτις των ιδίων και μάλιστα των οικείων ου προνοεί, την πίστιν ήρνηται και εστίν απίστου χειρών» (Α' Τιμ. ε' 8), Βρήκαν στο πρόσωπο του Αγίου ένα πιστό και ενθουσιώδη εκτελεστή. Με τις στοργικές του νουθεσίες και τις θερμές του παρακλήσεις τόσο ο πατέρας, όσο κι η μητέρα του ασπάσθηκαν με χαρά κι ευγνωμοσύνη την καινούργια θρησκεία και βαφτίστηκαν. Πόση χριστιανική αγαλλίαση κι ικανοποίηση δοκίμασε ο νεαρός ιεραπόστολος την ήμερα εκείνη! Την ήμερα που οι γονείς του φόρεσαν τον λευκό του βαπτίσματος χιτώνα.
Καλότυχοι γονείς. Ευτυχισμένος γιος!

Με τις υπεράνθρωπες προσπάθειες του Αγίου το μικρό ποίμνιο που σχηματίστηκε στην αρχή γύρω του μεγάλωνε μέρα με τη μέρα, ώστε σε λίγο καιρό η πόλη της Ταμασού να γίνει ένα περίλαμπρο χριστιανικό κέντρο. Στην αύξηση αυτή μαζί με την αρετή και τον φλογερό ζήλο του πολύ συνέβαλε και το θαυματουργικό χάρισμα με το οποίο πλούσια τον χαρίτωσε ο Κύριος.
Πολλά, πάρα πολλά θαύματα αναφέρονται στον Άγιο και παλαιά, μα και στην εποχή μας. Θα σημειώσουμε εδώ μερικά.

Μια μέρα, ένα φίδι φαρμακερό (κουφή) δάγκασε το μονάκριβο παιδί κάποιας γυναίκας που ήταν συγγενής της συζύγου του κοινοτάρχη της Ταμασού, της Μακεδονίας, την οποία οι άγιοι έσωσαν νωρίτερα από βέβαιο Θάνατο. Η Τροφίμη - έτσι λεγόταν η μητέρα - μαζί με μερικούς άλλους φανερούς πιστούς έτρεξαν και κάλεσαν τους δύο Αγίους στο σπίτι που ήταν το παιδί. Οι Άγιοι με προθυμία έσπευσαν να ανταποκριθούν στην παράκληση. Σαν έφθασαν, ο όσιος Ηρακλείδιος γονάτισε μπροστά στο άτυχο παιδί και σήκωσε τα χέρια.
Τη στιγμή που με κατάνυξη προσευχόταν και ζητούσε από τον Κύριο να αναστήσει το νεκρό παιδί, η μητέρα έξαλλη απ' τη λύπη κτύπησε το κεφάλι στον τοίχο κι έπεσε κι αυτή κάτω νεκρή.
Ο όσιος χωρίς να ταραχθεί, συνέχισε την προσευχή του. Σαν τέλειωσε, έκαμε το σημείο του σταυρού πάνω στο παιδί, το πήρε από το χέρι και το τράβηξε. Ο Αέτιος — αυτό ήταν το όνομα του - άνοιξε τα μάτια και σηκώθηκε σαν να ξυπνούσε από βαρύ ύπνο. Την ίδια στιγμή ο όσιος Μνάσων ανέστησε και την Τροφίμη, τη νεκρή μητέρα και της παρέδωσε το παιδί της.

Οι παρευρισκόμενοι ξέσπασαν σε ουρανομήκεις δοξολογίες. Αμέσως η Τροφίμη, αφού ντύθηκε την πιο καλή της φορεσιά κι έντυσε λαμπρά και το παιδί της, ξεχύθηκε μαζί με τους Αγίους, τη συγγενή της Μακεδονία και το πλήθος στον δρόμο και φώναξε με πίστη και παλμό:
- Πιστεύω στον Ιησού Χριστό, που κηρύττουν ο Ηρακλείδιος κι ο Μνάσων.
Με συγκίνηση η πομπή προχώρησε στον ναό του Θεού κι εκεί τετρακόσια νέα πρόσωπα, άνδρες και γυναίκες βαπτίσθηκαν κι έγιναν χριστιανοί.

Άλλη φορά ενώ ο Ηρακλείδιος και ο Μνάσων ιερουργούσαν στον ναό και τα πλήθη των πιστών έψαλλαν με κατάνυξη τους ιερούς ύμνους, ένας δαιμονισμένος από τα Πέρα, που υπέφερε από πνεύμα πονηρό, που τον βασάνιζε για καιρό, μπήκε στην εκκλησία, όρμισε πάνω στον Ηρακλείδιο και του ξέσχισε το ένδυμα. Αμέσως όμως γιατρεύτηκε κι άρχισε να δοξάζει τον Θεό. Στο άκουσμα του Θαύματος, πλήθη λαού από τους ειδωλολάτρες έφεραν στους Αγίους διάφορους αρρώστους, κι αυτοί τους γιάτρεψαν κι υστέρα τους βάπτισαν.

Κατά τον ίδιο τρόπο ο Άγιος θεράπευσε ένα τυφλό κι ένα κουτσό κι έκανε καλά ένα παράλυτο. Επίσης έγινε αιτία να πιστέψει ένας αγαλμα τοποιός και να βαπτισθεί με τα τρία παιδιά του και με πολλούς άλλους.
Το ευεργετικό έργο των Αγίων στην πόλη της Ταμασού ήρθε να δια κόψει αυτό τον καιρό μια επιστολή από μέρους των δύο Αποστόλων, του Παύλου και του Βαρνάβα. Την έφερε από την Πάφο κάποιος Νικόλαος. Στο «γράμμα» αυτό οι Απόστολοι έγραψαν στον Ηρακλείδιο όσα τους συνέβησαν εκεί, και του ζητούσαν να σπεύσει να τους συναντήσει και να βοηθήσει κι αυτός στο κήρυγμα. Ο όσιος αφού ανήγγειλε στα πνευματικά του παιδιά το περιεχόμενο της επιστολής και ζήτησε από αυτά τις προσευχές τους, τέλεσε το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, χειροτόνησε τον γιο της Μακεδονίας Γρηγόριο σε πρεσβύτερο και του ανέθεσε να κατηχεί τον λαό, και ξεκίνησε να εκπληρώσει την αποστολική εντολή. Μαζί του πήρε τον Μνάσωνα και κάποιον άλλο, τον Ροδώνα.
Στον δρόμο προς την Πάφο, εκεί στο χωριό Ανώγυρα, ο άγιος Ηρακλείδιος έκαμε καλά ένα τυφλό, αφού του άγγιξε τα μάτια κι επικαλέσθηκε το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κι αυτός, γεμάτος ευγνωμοσύνη, έπεσε στα πόδια του θεραπευτή του κι άρχισε να φωνάζει:

— Σ' ευχαριστώ, καλέ μου άνθρωπε. Σ' ευχαριστώ, και πιστεύω με την καρδιά τον Θεό, που κηρύττεις.

Στο άκουσμα της θεραπείας του τυφλού μαζεύτηκαν πολλοί από τα γύρω χωριά, για να δουν και τον θεραπευθέντα και να γνωρίσουν και τους ξένους. Στο αντίκρισμα του τυφλού που ξανάβλεπε και δοξολογούσε τον Θεό των οσίων με έκσταση, άρχισαν κι αυτοί να φωνάζουν: Ελέησε μας, Κύριε. Ελέησε μας, σε παρακαλούμε, τους δούλους σου.
Οι Άγιοι μίλησαν και σ' αυτούς για τον Ιησού και την σωτηρία που έφερε στον κόσμο και στο τέλος βάπτισαν περί τους δεκαπέντε άνδρες. Ένας μάλιστα από τούς νεοφώτιστους, που είχε και το χέρι του ακίνητο, σαν ξεραμένο θεραπεύθηκε με το βάπτισμα.
Οι ιερείς των ειδωλολατρών που άκουσαν κι είδαν όσα έγιναν, ξεσήκωσαν τα πλήθη ενάντια στους Αγίους κι έτσι αυτοί έφυγαν το ταχύτερο για την Πάφο. Αφού για ένα διάστημα συνέδραμαν το έργο των αποστόλων, ξαναγύρισαν στην Ταμασό περνώντας από το Κούριο, που βρισκόταν κοντά στο σημερινό χωριό Επισκοπή. Στην επιστροφή τους, μετά το Κούριο, γιάτρεψαν μια δαιμονισμένη που έτρεχε ξωπίσω τους και τους φώναζε.
Ο Ηρακλείδιος την σφράγισε τρεις φορές με το σημείο του σταυρού κι αμέσως το δαιμόνιο έφυγε από το δυστυχισμένο πλάσμα, που Θεραπεύθηκε και δόξαζε τον Θεό.

Οι ζηλωτές Ιεραπόστολοι με την καρδιά πλημμυρισμένη από χαρά συνέχισαν τον δρόμο τους. Όταν έφτασαν εκεί στο χωριό Μελίνη, έμαθαν ότι η αδελφή του Ηρακλειδίου η Ηρακλειδιανή, είχε αφήσει τον κόσμο αυτό από μέρες κι είχε πετάξει στον ουρανό. Οι Άγιοι τάχυναν το βήμα προς την Ταμασό κι απ' εκεί προς το βουνό Κορώνη, όπου είχε ταφή η όσια. Μπροστά στον τάφο της σταμάτησαν, έψαλαν μερικούς νεκρώσιμους ύμνους κι ύστερα πήγαν στην εκκλησία, όπου ο Άγιος μίλησε στα πλήθη λόγους παρηγοριάς και πνευματικής οικοδομής.

Δέκα μέρες μετά την επιστροφή των οσίων στην Ταμασό, κάποιος ειδωλολάτρης από τη Λαμπαδιστό ή Λαμπαδού, που είχε το όνομα Τιμόθεος, παρουσιάσθηκε στον άγιο Ηρακλείδιο και του είπε, πως προ καιρού είχε εμπιστευθεί στην αδελφή του Ηρακλειδιανή ένα ποσό χρημάτων, για να το φυλάξει. Ο Άγιος, στην παράκληση του Τιμοθέου να του επιστραφούν τα χρήματα, διέταξε να δώσουν σ' αυτόν να φάγει κι υστέρα σηκώθηκε και τράβηξε στον τάφο. Ξωπίσω του ακολούθησαν ο Μνάσων και μερικοί άλλοι. Όταν ο Ηρακλείδιος έφθασε εκεί, γονάτισε και με στοργή κάλεσε την αδελφή του και της είπε γλυκά:

— Αδελφή μου αγαπημένη! Ξύπνα, σε παρακαλώ, και πες μου, που έβαλες τα χρήματα του Τιμοθέου;
- Τα χρήματα, πατέρα κι αδελφέ μου, απήντησε η νεκρή, θα τα βρείτε κάτω από μια πέτρα στο πάτωμα του κρεβατιού.
— Κοιμήσου εν ειρήνη», αδελφή μου, πρόσθεσε ο άγιος επίσκοπος.

Τα χρήματα βρέθηκαν και δόθηκαν στον Τιμόθεο, που απ' την στιγμή εκείνη πίστεψε στον Χριστό, κατηχήθηκε και δέχθηκε το Άγιο Βάπτισμα.

Θα χρειαζόταν να προστεθούν πολλές σελίδες ακόμη για να καταγράψουν του Αγίου τα θαύματα. Τούτο όμως θα μάκραινε πολύ τον λόγο, πράγμα που δεν θέλουμε. Τα λίγα που αναφέρθηκαν είναι αρκετά, για να Ιδεί ο καθένας πόσο πλούσια η αγάπη του θεού χαρίτωσε τον άγιο και μάρτυρα επίσκοπο.
Είπαμε τον άγιο μάρτυρα, γιατί η θεμελίωση κι αύξηση της νέας θρησκείας στην πολυάνθρωπο πόλη εξήγειρε το μίσος των ειδωλολατρών ενάντια στους πρωτεργάτες. Κάποια μέρα ενώ ο γηραιός επίσκοπος βρισκόταν στο σπήλαιο του, άρρωστος με πυρετό, μανιασμένοι ειδωλολάτρες όρμισαν στο σπήλαιο, άρπαξαν τον όσιο και τον έσυραν στην πλατεία της Ταμασού. Εκεί, αφού τον βασάνισαν, τον σκότωσαν με το ξίφος. Ο Άγιος πέθανε προσευχόμενος για τους δήμιους του. Ο θάνατος του όμως δεν κόρεσε τη μανία του όχλου, που έσπευσε να φέρει ξύλα, να ανάψει φωτιά, και να ρίξει μέσα το άγιο σκήνωμα, για να το κάψει. Τη στιγμή εκείνη το πλήθος των χριστιανών δεν κρατήθηκε.
Με τον Μνάσωνα μπροστά ώρμησε, διάλυσε τους ειδωλολάτρες, έσβησε τη φωτιά, κι αφού μάζεψε με ευλάβεια το άγιο λείψανο, το πήρε και τ 'θαψε μέσα στην υπόγεια σπηλιά με δάκρυα στοργής κι ευγνωμοσύνης. Τα θαύματα που έκανε, όταν ήταν στη ζωή, συνεχίστηκαν και μετά τον Θάνατο του, και συνεχίζονται και σήμερα. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού».

Η θρησκεία του Ιησού Χριστού με τις ενέργειες του Ηρακλειδίου και τον ζήλο του, μα και τις υπεράνθρωπες προσπάθειες μιας μικρής ομάδας ανθρώπων σκόρπισε το φως της νέας ζωής σ' όλη την πολυάν θρωπη πόλη, κι αναγέννησε μυριάδες ψυχές. Αξίζει να σημειωθούν εδώ μερικά ονόματα της Ιεραποστολικής αυτής ομάδας. Ηρακλείδιος, Μνά σων, Ρόδων, Θεόδωρος, Προκλιανή διακόνισσα, Γρηγόριος, Μακεδόνιος, Μακεδονία, Ηρακλειδιανή.
Τα ονόματα αυτά αντιπροσωπεύουν μερικές από τις άγιες μορφές που εργάστηκαν με πίστη φλογερή κι αυταπάρνηση για την πνευματική αναγέννηση του τόπου μας. Πόσα δεν χρωστάμε σ' αυτούς! Αλήθεια! Πόσα;
Αλλά και ποια καλύτερα παραδείγματα και πρό σωπα μπορούμε, όσοι πονούμε ειλικρινά τον τόπο αυτό, να προβάλουμε και σήμερα στη νεολαία μας από τους ιερούς αυτούς αγωνιστές της πίστεως τους αγωνιστές, που μέσα σ' ένα κόσμο σάπιο απ' την ειδωλολατρία ύψωσαν το ανάστημα τους «υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχού μενοι, εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης» (Εβρ. ια' 37-38) κι αγωνίσθηκαν κι έδωσαν τα πάντα για το ευγενέ στερο Ιδανικό, για τη θρησκεία του Εσταυρωμένου και Αναστάντος Χριστού. Αξίζει στους νέους ν' αγωνίζονται και να πεθαίνουν για τα ιδανικά τους. Κι ο άγιος Ηρακλείδιος νέος έδωκε στον Χριστό την καρδιά του, την υγεία του, τη ζωή του. Οι αιώνες θα ξεθωριάζουν μέσα στον χρόνο. Ένα όμως θα μένει άφθαρτο κι ανέγγιχτο από την καταλύτρια δύναμη των καιρών. Το όνομα εκείνων που υπέταξαν τη ζωή τους στον Χριστό και ταύτισαν το θέλημα τους με το δικό Του.
Ο άγιος Ηρακλείδιος είναι ένας απ' αυτούς.
Ας μιμηθούμε το παράδειγμα του.
Αυτός είναι κι ο καλύτερος τρόπος να δείξουμε σ' αυτόν τον σεβασμό μας και τη γνήσια αγάπη μας.

Γύρω στα 400 μ.Χ. πάνω από το υπόγειο σπήλαιο, που περικλείει τον τάφο του Αγίου κτίστηκε η μονή του αγίου Ηρακλειδίου. Η μονή αυτή ανακαινίστηκε τα τελευταία χρόνια κι έγινε γυναικεία. Στον ναό της κάθε Κυριακή και γιορτή πλήθη ευλαβών χριστιανών συνέρχονται από τα διάφορα μέρη της νήσου, για να παρακολουθήσουν τη θεία Λειτουργία και τις άλλες ιερές ακολουθίες. Συγχρόνως όμως και να προσκυνήσουν μ' ευλάβεια την κάρα του Αγίου και να τονωθούν ψυχικά.
Είθε η χάρη του να σκέπει και να φυλάει πάντα το μαρτυρικό νησί μας κι όλους μας.

Απολυτίκιο. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Την ποίμνην εποίμανας, την του Σωτήρος Χριστού, και θείων, μακάριε, ναμάτων πάντων ψυχάς πλουσίως κατήρδευσος, όθεν των Σε τιμώντων ο χορός αναμέλπει, ύμνους Σοι και γεραίρει, την αγίαν Σου μνήμην ικέτευε ουν αεί υπέρ ημών, ιεράρχα Ηρακλείδιε.

Απολυτίκιο Ήχος γ’. Ποίημα του Μακ. Αρχ. Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου.
Μέγαν εύρατο των Ταμασέων, πόλις κήρυκα και ποιμενάρχην, της εκκλησίας Χριστού και διδάσκαλον. Των γαρ ειδώλων την πλάνην κατήργησας, φως αληθείας κηρύξας τοις έθνεσιν. Όθεν, άγιε ιεράρχα Ηρακλείδιε, Χριστόν τον Θεόν Ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
 


Ο Όσιος Αναστάσιος ο θαυματουργός "ο εν Κύπρω" (Εορτή Αναστάσιος)

Το όνομα του κατέχει ξεχωριστή θέση στις καρδιές των χριστιανών της νήσου μας.
Τα πολλά και διάφορα θαύματα του αναφέρονται απ' όλους με βαθύ σεβασμό.
Για τη ζωή του όμως λίγα, πολύ λίγα γνωρίζουμε. Από τη φυλλάδα του μανθάνουμε, πως έζησε στα χρόνια των Κομνηνών τον 12ο αιώνα.
Επίσης ότι ήταν κι αυτός ένας από τους ορθοδόξους Έλληνες που υπηρετούσαν ως μισθοφόροι στη Γερμανία  κι έλαβαν μέρος στη δεύτερη σταυροφορία, που κίνησε απ' τη Δύση, για να ελευθερώσει δήθεν τους Αγίους Τόπους από τα χέρια των μουσουλμάνων.
Σαν τέλειωσε η εκστρατεία, τριακόσιοι απ' αυτούς αποσύρθηκαν στην έρημο του Ιορδάνη.
Πόθος και παλμός κι αγώνας τους ένας: Να αφιερωθούν στον Θεό.
Γι' αυτό ζητούσαν κάποιο μέρος μακριά από τον θόρυβο του κόσμου με τους ποικίλους πειρασμούς και τις τόσες παγίδες του Σατανά, για να περάσουν τη ζωή τους ήσυχα με την καρδιά και τη σκέψη δοσμένα στον Θεό.
Στον τόπο όμως εκείνο ο πόθος τους ο ιερός συνήντησε εμπόδιο απροσπέλαστο τον παράλογο θρησκευτικό φανατισμό των Λατίνων, οι οποίοι καθημερινά δημιουργούσαν πολλά επεισόδια και ταλαιπωρίες στους ορθόδοξους που βρισκόντουσαν εκεί. Η συνεχής αυτή δοκιμασία και δίκαιη αγανάκτηση, που πλημμυρούσε τις καρδιές τους για τη βάναυση και αδικαιολόγητη τούτη συμπεριφορά τους εις βάρος αδελφών χριστιανών, συμπεριφορά που εκδηλωνόταν στο όνομα του Διδασκάλου της αγάπης, τους ανάγκασε να σηκωθούν να φύγουν. Μια μέρα συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί στην παραλία.
Εκεί βρήκαν ένα πλοίο, κι επιβιβάστηκαν σ' αυτό με σκοπό την επιστροφή στην πατρίδα τους. Δυνατή όμως τρικυμία, κι ίσως και ναυάγιο, τους έφερε στα δυτικά παράλια της Κύπρου, στην περιοχή της Πάφου.
Απ' εκεί, αφού χωρίστηκαν σε ομάδες, διασκορπίσθηκαν σ' όλο το νησί κι εγκαταστάθηκαν μόνιμα σ' αυτό.
Εδώ παρέμειναν κι ασκήτεψαν σε διάφορα μέρη. «Αφέν ες την επίγειον στρατείαν, εστρατεύθησαν τω επουρανίω Βασιλεί, αναλαβόντες τα όπλα της μοναδικής πολιτείας εν ερήμοις και όρεσι διατρίβοντες, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, και υπό δαιμόνων επηρεαζόμενοι», όπως λέει κι η φυλλάδα του αγίου.
Με τη βοήθεια του Χριστού που την είχαν χάρη στη μεγάλη τους πίστη, προώδευσαν πολύ στην αρετή κι αξιώθηκαν να κάμνουν και θαύματα. Να θεραπεύουν δηλαδή όλων των ειδών τις αρρώστιες όχι μονάχα όσο καιρό ήσαν στη ζωή, άλλα κι ύστερα απ' τον θάνατο τους. Ένας απ' αυτούς τους τριακόσιους αγωνιστές του καλού κι εργάτης της αρετής υπήρξε κι ο άγιος Αναστάσιος.
Μετά τον αποχωρισμό του από τους άλλους ο μακάριος αυτός αθλητής προχώρησε και πήγε και κατοίκησε κοντά στην Περιστερωνοπηγή της Αμμοχώστου, όπου γρήγορα διακρίθηκε για την ευσέβεια και την αγιότητα του. Κάτω από την ομώνυμη Εκκλησία του υπάρχει και σήμερα ένας υπόγειος χώρος, ένα σπήλαιο, στο όποιο συνήθως καταβαίνουν οι άρρωστοι, για να βρουν τη θεραπεία τους.
Στο χώρο αυτό διέμενε ο άγιος. Υπό την γήν. «Εν ταίς οπαίς της γης». Μήπως την ευλάβεια και την όλη αρετή των χριστιανών των χρόνων αυτών Θα πρέπει να την αναζητήσουμε και σε τούτο τον παράγοντα; Όσο καιρό η Εκκλησία διωκόμενη ζούσε κάτω απ' τη γη μέσα στις τρύπες και τις κατακόμβες, τα μέλη της είχαν και ζήλο και ευσέβεια και βάθος πνευματικό.
Από τον καιρό που τις τρύπες αντικατέστησαν οι περικαλλείς ναοί με τις ανέσεις τους, το πνευματικό βάθος κι η αληθινή θρησκευτικότητα λιγόστεψαν, έγιναν σπάνια είδη, εξανεμίσθηκαν. Ας μη φοβίζουν, λοιπόν τους χριστιανούς οι διωγμοί κι οι παρεμβαλλόμενες από τους ανθρώπους του κόσμου δυσκολίες στην εκτέλεση των θρησκευτικών τους καθηκόντων.
Αντίθετα. Αυτά πρέπει να τους δυναμώνουν και να τους ενθουσιάζουν. Βαθιές ρίζες στη γη ρίχνουν μόνο τα δέντρα εκείνα, που τα κτυπούν δυνατά οι άνεμοι. Και οι χριστιανοί που δοκιμάζονται, ας είναι έτοιμοι να φωνάξουν μαζί με τον πνευματοκίνητο της Εκκλησίας Πατέρα, τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο. «Πολλά τα κύματα και χαλεπόν το κλυδώνιον αλλ' ου δεδοίκαμεν μη καταποντισθώμεν επί γαρ της πέτρας εστήκαμεν. Μαινέσθω η θάλασσα, πέτραν διαλύσαι ού δύναται· εγειρέσθω τα κύματα, του Ιησού το πλοίον καταποντίσαι ουκ ισχύει». Δηλαδή είναι πολλά τα κύματα και τρομερή η τρικυμία· όμως δεν φοβόμαστε μήπως καταποντισθούμε.
Δεν φοβόμαστε, γιατί στεκόμαστε επάνω στην πέτρα. Ας μαίνεται η θάλασσα. Την πέτρα δεν μπορεί να την διαλύσει. Ας σηκώνονται τα κύματα.
Το πλοίο του Ιησού δεν θα δυνηθούν ποτές να το καταποντίσουν, Τα λόγια αυτά του μεγάλου Ιεράρχη επανέλαβαν κατά καιρούς όλοι οι άγιοι και συνεπείς αγωνιστές της αρετής. Με το πνεύμα των λόγων αυτών έζησε κι ο άγιος Αναστάσιος.
Σ' ένα σπήλαιο είπαμε είχε την κατοικία του. Σ' ένα χώρο υγρό, χωρίς ήλιο, χωρίς φως. Η αγία ψυχή του όμως καθαρμένη και φωτεινή από τη σχέση της με τον ήλιο της δικαιοσύνης, τον Χριστό, ανέβαινε καθημερινά σε ύψη αρετής, Εδώ είχε στημένο τον αργαλειό του στον οποίο ύφαινε σακιά, για να μπορεί να ζει και να βοηθά ακόμη κι εκείνους που ζητούσαν τη συνδρομή του.

Το σπήλαιο αυτό μέσα στο οποίο ασκήτεψε ο όσιος διατηρείται ως σήμερα. Ο επισκέπτης που εισέρχεται και στέκεται στην είσοδό του προ χωρεί και καταβαίνει σ' αυτό από εννιά σκαλοπάτια.
Το σπήλαιο είναι σκαλισμένο σ' ένα βράχο. Το εσωτερικό του είναι στενόμακρο με στέγη καμαρωτή και στο μέσο στηρίζεται σε μια κολώνα, που έχει ύψος δύο περίπου μέτρα.
Η κολώνα πάλι στέκεται σ' ένα κιονόκρανο Κορινθιακού ρυθμού. Στο κιονόκρανο πατούν συνήθως οι άρρωστοι, κι αφού αγκαλιάσουν την κολώνα, περιστρέφονται γύρω απ' αυτή τρεις φορές, για να γιατρευτούν από τους πόνους και τις νευραλγίες τους. Στη νότια πλευρά του σπηλαίου είναι μια μικρή πεζούλα και κάτω από αυτήν ο τάφος του αγίου. Πάνω στην πεζούλα είναι τοποθετημένη μια εικόνα του και δίπλα σ' αυτή είναι μερικά ξύλινα εργαλεία, σακκοράφια και σαΐτες υφαντικής (μακούτζια), πού χρησιμοποιούσε ο μακάριος ασκητής για τη δουλειά του. Τα αντικείμενα αυτά πολύ τα σέβονται οι πιστοί και σ' αυτά αποδίδουν θεραπευτικές Ιδιότητες. Οι προσκυνητές που επισκέπτονται τον ?γιο, παίρνουν με σεβασμό όλα αυτά τα εργαλεία και τα τρίβουν μ' ευλάβεια στο μέρος του σώματος που πονούν, κι επικαλούνται τη βοή θεια του για να θεραπευτούν από τους πόνους τους, τις «τζεγκιές τους».
Τα σύνεργα αυτά πολλά λένε και σ' εμάς. Δούλευαν οι άγιοι για να ζήσουν. Δούλευαν διάφορες εργασίες. Κι όμως οι εργασίες τους αυτές ποτές δεν στάθηκαν εμπόδιο στην εκτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων και τη σωτηρία τους. Τονίζουμε ιδιαίτερα το σημείο αυτό, γιατί πρέπει να ομολογήσουμε πως το ζήτημα τούτο δημιουργεί και στην εποχή μας μεγάλη παρεξήγηση.
Πολλοί και πολλές, για να δικαιολογήσουν την θρησκευτική τους αδιαφορία, προβάλλουν σαν αιτία την εργασία. Θέλουμε κι εμείς, λένε, να πάμε στην εκκλησία και να εκτελέσουμε τα θρησκευτικά μας καθήκοντα. Μα δεν βρίσκουμε καιρό. Μας τρώνε οι δουλειές. Έχουν δίκαιο; Όχι! Καμιά νόμιμη εργασία δεν μπορεί να 'ναι εμπόδιο σ' ένα που θέλει να ζει τη χριστιανική ζωή.
Την αλήθεια αυτή βεβαιώνει το παράδειγμα των μυριάδων εργατών της αρετής.
Το διακηρύττει ακόμη με τη ζωή του κι ο άγιος μας.
Έζησε μέσα σε μια σπηλιά εργαζόμενος σκληρά και καλλιεργώντας καθημερινά με προσοχή και φόβο Θεού την ευσέβεια και τη χριστιανική μόρφωση της ψυχής του ως τις τελευταίες του στιγμές.
Πριν κλείσει τα μάτια κοινώνησε για τελευταία φορά τα άχραντα μυστήρια κι αφού κάλεσε κοντά του τα πνευματικά του παιδιά και συνέστησε σ' όλους να έχουν μεταξύ τους ομόνοια κι αγάπη, αφήκε την αγία ψυχή του να φτερουγίσει ήρεμα για τα αιθέρια παλάτια τ' ουρανού. Έφυγε ανάλαφρα 17 του Σεπτέμβρη, για να ξαποστάσει κοντά σ' Εκείνο, που αγάπησε με την καρδιά του απ' τα νεανικά του χρόνια.
Οι χριστιανοί των γύρω χωριών με βαθιά συγκίνηση πληροφορήθηκαν την κοίμηση του. Με δάκρυα στα μάτια έτρεξαν κοντά στο τίμιο σκήνωμά του για να το προσκυνήσουν και να πάρουν την ευλογία του και με ύμνους εξοδίους το κήδευσαν. Κι ο Κύριος που υποσχέθηκε, πως «θα δοξάζει πάντα αυτούς που τον εδόξασαν», δοξάζει και τιμά και σήμερα τη μνήμη του όχι μόνο στον ουρανό, αλλά κι εδώ στη γη.
Πολλά και ποικίλα θαύματα γίνονται κάθε χρόνο σε όσους μ' ευλάβεια και πίστη καταφεύγουν στη μεσιτεία του, που δίνουν την ευκαιρία στον καθένα να υμνήσει με ευφρόσυνη ψυχή τα μεγαλεία του Θεού μα και να θαυμάσει την αρετή του αγίου.
Μ' αυτούς ας ενωθούμε κι εμείς.
Ας ενωθούμε νοερά και με συν τριμμένη και ταπεινωμένη καρδιά ας του πούμε:
Πανεύφημε Αναστάσιε, των ασκητών εγκαλλώπισμα, Αγγέλων συνόμιλε, δικαίων ομόσκηνε και οσίων, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, ειρήνην τη οικουμένη δωρήσασθαι και ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος.

Απολυτίκιο. Ήχος α’.
Της ερήμου πολίτης και εν σώματι άγγελος και θαυματουργός ανεδείχθης, Θεοφόρε πατήρ ημών Αναστάσιε. νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, ουράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τους νοσούντας, και τας ψυχάς των πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα.

  

Ο Άγιος Ευξίφιος
Η μνήμη του αναφέρεται επιγραμματικά στο "Μικρόν Ευχολόγιον ή Αγιασματάριον" έκδοση “Αποστολικής Διακονίας” 1956, χωρίς άλλες πληροφορίες. Πουθενά άλλου δεν αναφέρεται η μνήμη του. Ίσως συγχέεται με τον άγιο Αυξίβιο (17 Φεβρουαρίου). (Εδώ ορισμένοι Συναξαριστές, αναφέρουν μαζί του και τη μνήμη των 300 Αλαμανών Κυπρίων).