Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλύτης




Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλύτης
Ημερομηνία εορτής: 

Τύπος εορτής: 
Σταθερή.
Εορτάζει στις 26 Οκτωβρίου εκάστου έτους.


Άγιοι που εορτάζουν: Αγιος Δημητριος Ο Μυροβλυτης (; - 306)





Δημήτριον νύττουσι λόγχαι Χριστέ μου,
Ζηλοῦντα πλευρᾶς λογχονύκτου σῆς πάθος.
Εἰκοστῇ μελίαι Δημήτριον ἕκτῃ ἀνεῖλον.
Βιογραφία
        Ο Άγιος Δημήτριος γεννήθηκε περί το 280 - 284 μ.Χ. και μαρτύρησε επί των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού το 303 μ.Χ. ή το 305 μ.Χ. ή (το πιο πιθανό) το 306 μ.Χ.

        Ο Δημήτριος ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας στη Θεσσαλονίκη.          Σύντομα ανελίχθηκε στις βαθμίδες του Ρωμαϊκού στρατού με αποτέλεσμα σε ηλικία 22 ετών να φέρει το βαθμό του χιλιάρχου. Ως αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού κάτω από τη διοίκηση του Τετράρχη (και έπειτα αυτοκράτορα) Γαλερίου Μαξιμιανού, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Διοκλητιανός, έγινε χριστιανός και φυλακίστηκε στην Θεσσαλονίκη το 303 μ.Χ., διότι αγνόησε το διάταγμα του αυτοκράτορα Διοκλητιανού «περί αρνήσεως του χριστιανισμού». Μάλιστα λίγο νωρίτερα είχε ιδρύσει κύκλο νέων προς μελέτη της Αγίας Γραφής.

        Στη φυλακή ήταν και ένας νεαρός χριστιανός ο Νέστορας (βλέπε 27 Οκτωβρίου), ο οποίος θα αντιμετώπιζε σε μονομαχία τον φοβερό μονομάχο της εποχής Λυαίο. Ο νεαρός χριστιανός πριν τη μονομαχία επισκέφθηκε τον Δημήτριο και ζήτησε τη βοήθειά του.
      Ο Άγιος Δημήτριος του έδωσε την ευχή του και το αποτέλεσμα ήταν ο Νέστορας να νικήσει το Λυαίο και να προκαλέσει την οργή του αυτοκράτορα. Διατάχθηκε τότε να θανατωθούν και οι δύο, Νέστορας και Δημήτριος.

    
           Οι συγγραφείς εγκωμίων του Αγίου Δημητρίου, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Γρηγόριος ο Παλαμάς και Δημήτριος Χρυσολωράς, αναφέρουν ότι το σώμα του Αγίου ετάφη στον τόπο του μαρτυρίου, ο δε τάφος μετεβλήθη σε βαθύ φρέαρ που ανέβλυζε μύρο, εξ ου και η προσωνυμία του Μυροβλήτου.

              Στις βυζαντινές εικόνες αλλά και στη σύγχρονη αγιογραφία ο Άγιος Δημήτριος παρουσιάζεται αρκετές φορές ως καβαλάρης με κόκκινο άλογο (σε αντιδιαστολή του λευκού αλόγου του Αγίου Γεωργίου) να πατά τον άπιστο Λυαίο.

            Σήμερα ο Άγιος Δημήτριος τιμάται ως πολιούχος Άγιος της Θεσσαλονίκης.

             Ένα από τα πολλά θαύματα του Αγίου είναι και το εξής. Το 1823 μ.Χ. οι Τούρκοι που ήταν αμπαρωμένοι στην Ακρόπολη της Αθήνας ετοίμαζαν τα πυρομαχικά τους για να χτυπήσουν με τα κανόνια τους, τους Έλληνες που βρισκόντουσαν στον ναό του Αγίου Δημητρίου, μα ο Άγιος Δημήτριος έκανε το θαύμα του για να σωθούν οι Χριστιανοί και η πυρίτιδα έσκασε στα χέρια των Τούρκων καταστρέφοντας και τμήμα του μνημείου του Παρθενώνα. Για να θυμούνται αυτό το θαύμα, ο ναός λέγεται από τότε Άγιος Δημήτριος Λουμπαρδιάρης, από την λουμπάρδα δηλαδή το κανόνι των Τούρκων που καταστράφηκε.

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’.
Μέγαν εὕρατο ἐv τοῖς κιvδύvοις, σὲ ὑπέρμαχοv, ἡ οἰκουμένη, Ἀθλοφόρε τὰ ἔθνη τροπούμενον. Ὡς οὖν Λυαίου καθεῖλες τὴν ἔπαρσιν, ἐν τῷ σταδίῳ θαῤῥύvας τὸν Νέστορα, οὕτως Ἅγιε, Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Τοῖς τῶv ἰαμάτωv σου ῥείθροις Δημήτριε, τὴv Ἐκκλησίαν Θεὸς ἐπορφύρωσεv, ὁ δούς σοι τὸ κράτος ἀήττητοv, καὶ περιέπωv τὴν πόλιv σου ἄτρωτοv· αὐτῆς γὰρ ὑπάρχεις τὸ στήριγμα.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λογον.
Εὐσεβείας τοῖς τρόποις καταπλουτῶν, ἀσεβείας τὴν πλάνην καταβαλών, Μάρτυς κατεπάτησας, τῶν τυράννων τὰ θράση, καὶ τῷ θείῳ πόθῳ, τὸν νοῦν πυρπολούμενος, τῶν εἰδώλων τὴν πλάνην, εἰς χάος ἐβύθισας· ὅθεν ἐπαξίως, ἀμοιβὴν τῶν ἀγώνων, ἐδέξω τὰ θαύματα, καὶ πηγάζεις ἰάματα, Ἀθλοφόρε Δημήτριε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Βασιλεῖ τῶν αἰώνων εὐαρεστῶν, βασιλέως ἀνόμου πᾶσαν βουλήν, ἐξέκλινας Ἔνδοξε, καὶ γλυπτοῖς οὐκ ἐπέθυσας· διὰ τοῦτο θῦμα, σαυτὸν προσενήνοχας, τῷ τυθέντι Λόγῳ ἀθλήσας στερρότατα· ὅθεν καὶ τῇ λόγχῃ, τὴν πλευρὰν ἐξωρύχθης, τὰ πάθη ἰώμενος, τῶν πιστῶς προσιόντων σοι, Ἀθλοφόρε Δημήτριε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον
Τὸν μέγαν ὁπλίτην καὶ ἀθλητήν, τὸν στεφανηφόρον, καὶ ἐν μάρτυσι θαυμαστόν, τὸν λόγχῃ τρωθέντα, πλευρὰν ὡς ὁ δεσπότης, Δημήτριον τὸν θεῖον ὕμνοις τιμήσωμεν.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Φύλαττε τοὺς δούλους σου ἀθλητά, μάρτυς μυροβλύτα τοὺς ὑμνοῦντάς σε εὐσεβῶς, καὶ ρῦσαι κινδύνων καὶ πάσης ἄλλης βλάβης, Δημήτριε τρισμάκαρ ταῖς ἱκεσίαις σου.

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ   Δ’ (4Η ) –ΤΕΤΑΡΤΗ  ΛΟΥΚΑ- ΤΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ
            Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της χώρας μας και ως λαού , (αν και  κάποιοι προσπαθούν να μας πείσουνε ότι δεν το έχουμε, αλλά δυστυχώς γι’ αυτούς παραγάγουμε περισσότερα ίσως π’ αυτά πού χρειάζεται ή χώρα μας) είναι αναμφισβήτητα ή γεωργική παραγωγή.   Οί πολυάριθμοι αγρότες λοιπόν της χώρας μας, οι οποίοι επιδίδονται στην καλλιέργειά της , παρακολουθούν την βλάστησή της, την καρποφορία της , καθώς και την απόδοσή της είναι αυτοί ίσως περισσότερο από όλους τους άλλους, πού θα κατανοήσουν την παραστατικότατη αυτή παραβολή πού όλοι μόλις ακούσαμε, αλλά ελπίζω ότι και για όλους εμάς, τους υπόλοιπους πού δεν είμαστε αγρότες,  θα είναι – σας το εγγυώμαι- εξαιρετικά διδακτική.
Άς δούμε λοιπόν, πώς μας περιγράφεται από το Ευαγγελιστή Λουκά: Βγήκε ο γεωργός με τον σπόρο του σιταριού στο χέρι, για να τον σπείρει. Απλόχερα αλλά και με σύστημα ‘όπως εκείνος γνωρίζει, τον σκόρπιζε στον αγρό. Αλλά ό σπόρος έπεσε σε διάφορες ανόμοιες περιοχές μεταξύ τους. Μη σας φανεί παράξενο, εξηγείται αμέσως από τον ίδιο τον Ευαγγελιστή, διά στόματος κυρίου. Χαρακτηριστικά μας λέει. Ένα μέρος των  σπόρων, έπεσε στον δρόμο. Άλλο μέρος των σπόρων έπεσε σε πετρώδη περιοχή. Άλλο μέρος των σπόρων έπεσε σε γή με αγκάθια και αγριόχορτα και ζιζάνια. Άλλοι όμως σπόροι έπεσαν στην γή «την αγαθήν».
Άς επικεντρωθούμε στην τύχη αυτών των σπόρων, άς δούμε τι απέγιναν. Και πρώτα σ’ αυτούς πού έπεσαν στον δρόμο. Είμαι σίγουρος ότι θα θέλατε να μάθετε την τύχη τους. Αυτοί έμειναν ακάλυπτοι από χώμα έμειναν εκτεθειμένοι στον ήλιο και την βροχή, τούς καταπάτησαν οι άνθρωποι και έγιναν βορά στα πάσης φύσεως πετεινά  του ουρανού .  Έπειτα άς δούμε τι απέγιναν αυτοί  πού έπεσαν στα πετρώδη εδάφη. Και σε αυτούς συνέβη σχεδόν το ίδιο με τους προηγούμενους. Έπεσαν μέν στην γή, αλλά επειδή είχε ελάχιστο χώμα , έκαναν επιφανειακές ρίζες, κάηκαν δε και ξεράθηκαν από τον καυτό ήλιο. Άς δούμε όμως τι απέγιναν οί σπόροι πού έπεσαν στα αγκάθια και στα αγριόχορτα και ζιζάνια; Φύτρωσαν, αλλά μαζί τους φύτρωσαν και αναπτύχθηκαν αγκάθια και αγριόχορτα, τά οποία τά έπνιξαν στην κυριολεξία και δεν απόδωσαν καρπούς. Τέλος δε άς δούμε τι απέγιναν αυτοί πού έπεσαν στην γή την «αγαθήν»;


Το χώμα που έπεσαν αυτοί οι σπόροι, ήταν παχύ, ήταν με μεγάλο βάθος για την ανάπτυξη των ριζών, ήταν χωρία αγκάθια , αγριόχορτο, αλλά και ζιζάνια για να τά πνίξουν, ήταν χωρίς καμία πέτρα, και φυσικά όλες αυτές οί συνθήκες τους επέτρεψαν   να φυτρώσουν κανονικά, να μεγαλώσουν όπως πρέπει και τέλος να φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, να δώσουν πολύ και μεστωμένο καρπό, και ο κάθε σπόρος του σταριού να αποδώσει στο πολλαπλάσιο τους καρπούς του.   
Ό λαός πού με πολύ ευχαρίστηση και πολύ προσοχή άκουγε    αυτήν την παραβολή , ίσως και οί ίδιοι οί μαθητές Του, πιθανόν εκείνη την ώρα να μην καταλάβαιναν το βαθύτερο νόημα , αυτής της παραβολής, (ίσως ακόμα και εμείς να μην την έχουμε βαθύτερα καταννοήσει), καταλαβαίνοντας την δική τους  -και δική μας- αγαθή διάθεση, τους την εξήγησε -και μαζί με αυτούς πιστεύω- ότι θα κατανοήσουμε και εμείς το βαθύτερο νόημά της .
Τους είπε , λοιπόν το αυτονόητο, ότι ο σπόρος είναι ό λόγος του Θεού, ό οποίος κρύβει μέσα του τεράστιες και απεριόριστες δυνάμεις καρποφορίας. Ότι γεωργός είναι ό ίδιος ό Κύριος, ο οποίος κατέβηκε από το ουρανό στην γή και βγήκε να διδάξει το θείο θέλημά Του. Αγρός ,τους είπε είναι ή ανθρωπότητα, και οι διάφορες περιοχές των αγρών είναι   οι διαφορετικοί τύποι των ανθρώπων.
Ο δρόμος, τους είπε, είναι ο τύπος των ανθρώπων πού είναι προσκολλημένοι στην αμαρτία, είναι γεμάτοι από σκληρότητα από αυτήν , δεν δίνουν σημασία στον λόγο του Θεού, πιθανόν είναι και να τον εμπαίζουν. Η πετρώδης γή, είναι ο τύπος των ανθρώπων- οι επιπόλαιοι- , που με χαρά στην αρχή δέχονται τον λόγο του Θεού, στην δύσκολη στιγμή , όμως ύστερα από μια μεγάλη θλίψη, ή έναν σκληρό και έντονο διωγμό,  κλονίζονται με αποτέλεσμα να χάσουν την πίστη τους, και που εύκολα μετά απαρνιούνται το Θεό και τον λόγο Του. Η γεμάτη αγκάθια, ζιζάνια και αγριόχορτα γή, είναι ,μας λέει, ο τύπος των ανθρώπων που ακούει τον λόγο του Θεού, τον αποδέχεται , προχωρούν  στην συνέχεια και να τον εφαρμόσουν , αλλά δυστυχώς γι ‘ αυτούς , εμπλεκόμενοι σε βασανιστικές και καταπιεστικές καθημερινές ‘η μακροχρόνιες μέριμνες, ελκυόμενοι από το βάρος των γήινων θησαυρών, και στα πλούτη, υποκύπτουν σε σε πειρασμούς , υποδουλώνονται σε αμαρτωλές τέρψεις, και ηδονές, με αποτέλεσμα να  μένουν χωρίς καρπούς, οι ίδιοι  και να χάνεται από την καρδιά τους ο ίδιος ό λόγος του Θεού.  
Τέλος , δε τους μίλησε για την γήν «την αγαθήν». Τους είπε , λοιπόν, ότι είναι, οι καλής διάθεσης και σταθεροί στις αποφάσεις τους τύπους των ανθρώπων, που και ακούνε , και δέχονται, και εφαρμόζουν το λό του θεού, στην ζωή τους, φέρνουν πολύ καρπό, κάνουν πολλά κα και αγαθά έργα, τά οποία έχουν δύο καταβυθίσεων αποδέκτες,  τον ίδιο τον Θεό , που ευαρεστείται με αυτά πού κάνουν και εφαρμόζουν , αλλά και είναι ωφέλιμα στους ίδιους τους συνανθρώπους τους.
        Άς σταθούμε όμως , για λίγο,  σ ‘ αυτήν την  άξια επαίνων και μίμησης, από μέρους μας,  τελευταίο  τύπο  των ανθρώπων. Το μεγάλο τους χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι , ή αξία που δίνουν στον λόγο του Θεού. Εννοούν, ότι, αυτός (ό λόγος του Θεού) είναι η αποκάλυψη της σοφίας και της ίδιας της αγάπης του   Θεού, προς τον άνθρωπο, και πού ταυτόχρονα είναι ασύγκριτα ανώτερος, από την σοφία των ίδιων των ανθρώπων ανά τους αιώνες.
        Φυσικά , όμως, δεν μένει μόνο στην απλή γνώση. Δεν την θέτει ως αυτοσκοπό, αλλά και τερματισμό, την βλέπει ως ένα άριστο μέσο, ενός αγίου και τέλειου σκοπού, πού είναι η αρετή, τα καλά έργα, η κατά θεό πρόοδος και καρποφορία. Μας λέει επίσης ότι, με την γνώση του θείου θελήματος, σαν πυξίδα ατήν ζωή του  ό ίδιος ό άνθρωπος, οδηγείται στον δρόμο της ηθικής τελείωσης, δηλαδή , είς το «καθ ‘ ομοίωσιν Θεού«, και όχι μόνο, αλλά και στην μακαριότητα και την ουράνια δόξα.
        Από την γνώση και την τήρηση του Θείου Θελήματός Του, ό άνθρωπος, αισθάνεται βαθιά ικανοποίηση, γεύεται κάποια υπερκόσμια ουράνια γλυκύτητα, και επαναλαμβάνει μαζί με τον ψαλμωδό :  «ως γλυκέα τώ λαρυγγί μου, τά λόγια σου υπέρ μέλι τώ στόματί μου» και «αγαθός μοι ό νόμος του στόματός σου υπέρ χιλιάδας χρυσίου και αργυρίου»( Ψαλμ. Ριη’ 72, 103).Γίνεται ο ίδιος ό άνθρωπος φώς στην κοινωνία, γιατί με όλη του την ζωή και συμπεριφορά του, διδάσκει και κάνει στους άλλους ανθρώπους αισθητό τον λόγο του θεού. Και τελικά αυτό είναι , ένα από τά μεγαλύτερα έργα του, που κατορθώνει, δηλαδή , φέρει πολλούς και πνευματικούς καρπούς στον ίδιο και τους γύρω το.
Τέλος, δε, ας γνωρίσουμε και εμείς βαθύτερα τον λόγο του Θεού, άς το αποδεχτούμε με προθυμία , αλλά και ευλάβεια, άς τον θέσουμε κατεύθυνση στην ζωή μας και άς τον μεταβάλουμε σε θεάρεστα έργα πρός τους συνανθρώπους μας.
Και ποτέ μα ποτέ, επαναλαμβάνω, να μην λησμονούμε τον θεόπνευστο λόγο :» μακάριοι οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες απ άρτι* ναι λέγει το Πνεύμα, ίνα αναπαύσονται από των κόπων αυτών . Τά δε έργα αυτών ακολουθεί μετ ‘ αυτών» ( Αποκαλ. Ιδ’ , 13)   
   


Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ Β´ ΛΟΥΚΑ (ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ)

ΚΥΡΙΑΚΗ Β´ ΛΟΥΚΑ (ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ)



«Είπεν ο Κύριος∙ Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως…Πλην αγαπάτε τους εχθρούς υμών».

α. Τμήμα της επί του Όρους ομιλίας του Κυρίου Ιησού (Ματθ. 5-7) αποτελεί το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής Β΄ Λουκά, η οποία κατά τον ευαγγελιστή Λουκά έγινε επί τόπου πεδινού. Μάλλον πρόκειται, όπως σημειώνουν πολλοί από τους ερμηνευτές της Καινής Διαθήκης, περί δύο ομιλιών που έκανε ο Κύριος, δηλαδή την ίδια ομιλία που έκανε αρχικά σε πιο εκτεταμένη μορφή  πάνω σε βουνό, την ίδια πιο περιληπτικά έκανε για  δεύτερη φορά επί τόπου πεδινού, και αυτήν κατέγραψε ο Λουκάς. Η πρώτη φράση του αναγνώσματος μάλιστα «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως» χαρακτηρίστηκε ως «ο χρυσός κανόνας της χριστιανικής ηθικής», που σημαίνει ότι με αυτόν ρυθμίζονται έτσι οι ανθρώπινες σχέσεις, ώστε να μπορεί να φανερώνεται ο Θεός στη ζωή τους.

β. 1. Θα πρέπει καταρχάς βεβαίως να θυμίσουμε ότι ο κανόνας αυτός στην αρνητική του διατύπωση ήταν κάτι που πρότεινε η Παλαιά Διαθήκη, απαντώμενος για πρώτη φορά στο βιβλίο του Τωβίτ με τη φράση «ο συ μισείς, μηδενί ποιήσης», αυτό που εσύ μισείς, μην το κάνεις σε κανέναν άλλον. Εννοιολογικά και μορφολογικά συναντάμε τον αρνητικό  κανόνα αυτό και έξω από την ιουδαιοχριστιανική αποκάλυψη, σε διαφόρους φιλοσόφους και σε άλλες θρησκείες, όπως για παράδειγμα στον Κλεόβουλο τον Ρόδιο ή και τον Κομφούκιο.  Πρόκειται λοιπόν για έναν κανόνα που ρυθμίζει θετικά τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων και που βασίζεται στα καλά στοιχεία που υπάρχουν παγκόσμια και πανθρησκειακά στην ανθρώπινη ύπαρξη. Μην ξεχνάμε ότι η πτώση στην αμαρτία δεν επέφερε την καταστροφή του ανθρώπου, αλλά τη ζόφωση της εικόνας του Θεού μέσα του, όπως βεβαίως ο Λόγος του Θεού, άσαρκος μέχρι την ενανθρώπησή Του, φώτιζε τον άνθρωπο (π.χ. με τον σπερματικό λόγο που είπαν ορισμένοι Πατέρες), με σκοπό τη διαπαιδαγώγησή του προς μελλοντική αποδοχή Εκείνου.

2. Ο Κύριος δεν αρνείται τον κανόνα αυτό. Αντιθέτως. Τον αποδέχεται και τον επεκτείνει, ανάγοντάς τον όμως σε επίπεδο χαρισματικό, δηλαδή αντανάκλασης στον άνθρωπο του τρόπου υπάρξεως του ίδιου του Θεού. Θέλουμε να πούμε ότι σε πρώτη φάση ο Κύριος διατυπώνει τον ρυθμιστικό αυτόν κανόνα της μεταξύ των ανθρώπων συμπεριφοράς κατά τρόπο θετικό: «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». Και θέλει προσοχή. Ο Κύριος δεν λέει «ό,τι σας κάνουν οι άλλοι, αυτό να κάνετε κι εσείς σ’  αυτούς», διότι τούτο ίσχυε ως ο πυρήνας της ιουδαϊκής ηθικής, με το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος». Μπορεί για την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης να ήταν κανόνας υπέρβασης της άκρατης εκδίκησης, περιορίζοντάς την στην ίση ανταπόδοση, για την εποχή που έφερε όμως ο Ίδιος λειτουργούσε ως αμαρτία. Ο Κύριος λοιπόν λέει «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν οι άνθρωποι», ό,τι θα επιθυμούσαμε να μας κάνουν οι άλλοι να κάνουμε κι εμείς, όποια συμπεριφορά των άλλων απέναντί μας θα θέλαμε, την ίδια συμπεριφορά προς αυτούς πρέπει και να επιδεικνύουμε,  με άλλα λόγια: μην κοιτάμε, κατά τρόπο ιουδαϊκό, όπως είπαμε, το τι κάνει ο άλλος, ώστε η δράση μας να είναι αντίδραση, δηλαδή μία ανώριμη συμπεριφορά, αλλά να κοιτάμε τον βαθύτερο εαυτό μας, άρα μέτρο της αγάπης μας  προς τους άλλους να είναι η αγάπη μας στον ίδιο τον εαυτό μας. Έτσι,  ο κανόνας αυτός, θα λέγαμε,  ισοδυναμεί με την εντολή του Θεού «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν», κάτι που φανερώνει τελικώς αφενός ότι ο εαυτός μας είναι «αξεπέραστος» από εμάς τους ίδιους – ο άνθρωπος κρίνει τα πάντα με βάση τον εαυτό του – αφετέρου ότι οι άνθρωποι μεταξύ μας είμαστε ίδιοι. Ο χρυσός αυτός κανόνας ανάγλυφα μας δείχνει την κοινότητα της ανθρώπινης φύσης, το πόσο η αυτογνωσία λειτουργεί ταυτόχρονα σ’ ένα μεγάλο ποσοστό και ως ετερογνωσία.

3. Τι συνήθως λοιπόν θέλουμε από τους άλλους, ώστε αυτό να προσφέρουμε και σ’  αυτούς; Έχουμε την εντύπωση ότι οι πιο καίριες επιθυμίες μας από πλευράς των άλλων, είναι η αποδοχή του προσώπου μας, ο σεβασμός της ελευθερίας μας, του χώρου και του χρόνου μας, η απονήρευτη και άδολη συμπεριφορά τους, η διακριτικότητά τους, μ’ ένα λόγο η αγάπη τους. Αυτό λοιπόν συνιστά, κατά τον κανόνα, και το μέτρο της αντίστοιχης δικής μας συμπεριφοράς: κι εμείς να αγαπούμε τον άλλον, να τον σεβόμαστε, να είμαστε διακριτικοί απέναντί του, να μην κάνουμε υπερβάσεις με καταστρατήγηση κυρίως της ελευθερίας τους. Πράγματι, χρυσός κανόνας, που στην εφαρμογή του η κοινωνία μας θα λειτουργούσε ως παράδεισος. Αλλ’  είπαμε: πρόκειται για κανόνα, που εκφράζει ό,τι καλύτερο είχε να πει το ανθρώπινο γένος, στηριγμένο στα καλά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Το ερώτημα που τίθεται όμως είναι: με ποια δύναμη ο άνθρωπος θα μπορέσει να τον πραγματοποιήσει; Πώς αυτό που συνιστά ορθή νοητική σύλληψη, καλή κοινωνική διδασκαλία, μπορεί να γίνει πράξη; Με άλλα λόγια πώς θα ξεπεραστούν οι δεσμεύσεις του ανθρώπου στην αμαρτία και τα πάθη της, στον διάβολο και τα στοιχεία του κόσμου τούτου;

4. Ο Κύριος λοιπόν δίνει την απάντηση και είναι σαφής: η υπέρβαση των δεσμεύσεων του ανθρώπου, ώστε να μπορεί να τοποθετείται ορθά απέναντι στον συνάνθρωπό του είναι χαρισματική κατάσταση. «Και ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστίν; Και εάν αγαθοποιήτε τους αγαθοποιούντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστίν;» Δεν μπορεί με άλλα λόγια ο άνθρωπος να ξεφύγει από τον εγωισμό των σχέσεών του, από ένα «δούναι και λαβείν»: δίνω γιατί παίρνω - ό,τι συνιστά, είπαμε, την ιουδαϊκή και την κατά κόσμον γενικώς ηθική – αν δεν ενισχυθεί από την ενέργεια του ίδιου του Θεού. Το να μπορώ να αγαπώ τον άλλον, χωρίς να περιμένω ανταπόδοση, να του συμπεριφέρομαι καλά, χωρίς η δράση μου αυτή να είναι αντίδραση, συνιστά υπέρ φύσιν κατάσταση, που προϋποθέτει την παρουσία του Χριστού και της χάρης Του στον κόσμο τούτο.
Συνεπώς ο Κύριος τονίζει την αξία του χρυσού κανόνα των ανθρωπίνων σχέσεων, αλλά μας προσανατολίζει στην ορθή και πραγματική εφαρμογή του: μόνον ο εν Χριστώ άνθρωπος, ο ενταγμένος στο Σώμα Του, την αγία Εκκλησία, που έχει γίνει μέλος Του και λειτουργεί σ’ αυτόν η χάρη και η δύναμή Του, αυτός και μόνον μπορεί να στέκεται με τρόπο αγαπητικό και διακριτικό απέναντι στον κάθε συνάνθρωπό του, προεκτείνοντας έτσι τη στάση του ίδιου του Χριστού και του Θεού Πατέρα σε όλον τον κόσμο.«Γίνεσθε οικτίρμονες, καθώς και ο Πατήρ ημών ο ουράνιος οικτίρμων εστίν». Κι επειδή ο Θεός Πατέρας και ο Κύριος Ιησούς Χριστός αγαπά τον κόσμο χωρίς διακρίσεις – «Αυτός (ο Θεός) χρηστός εστιν επί τους αχαρίστους και πονηρούς» - γι’  αυτό και ο χριστιανός αντιστοίχως  μπορεί πια να αγαπά τους πάντες, ακόμη και τους εχθρούς του, χωρίς να προβληματίζεται για το αν εκείνοι θα του ανταποδώσουν τα ίσα. «Πλήν αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε, μηδέν απελπίζοντες».  Ο χριστιανός δηλαδή ζει και κινείται σε υπέρ τα κοσμικά και πεσμένα στην αμαρτία ανθρώπινα επίπεδα. Η έγνοια και η μέριμνά του είναι να αρέσει στον Θεό, Εκείνου το άγιο θέλημα να διακρατεί, προκειμένου να Τον έχει ζωντανό μέσα στην ύπαρξή του. Κι ένας τρόπος υπάρχει, όπως είπαμε, γι’ αυτό: να ζει σαν τον Θεό, έχοντας και αυξάνοντας τη δύναμη Εκείνου.

γ. Το πρόβλημα στην ανθρωπότητα από ό,τι φαίνεται δεν είναι η έλλειψη καλών λόγων, σπουδαίων κοινωνικών ιδεών, «παραδείσιων» οραματισμών. Αυτά πράγματι υπήρξαν και υπάρχουν και θα υπάρχουν στον κόσμο μας. Και οι φιλοσοφίες και οι θρησκείες, ωραία πράγματα είπαν και λένε. Με πολλή πλάνη και ψεύδος αναμειγμένα τα ωραία τους αυτά, αλλά και πράγματι ωραία. Το πρόβλημα όμως είναι το πώς θα εφαρμοστούν τα ωραία αυτά. Για τη χριστιανική πίστη μας, η λύση είναι μόνον ο Κύριος. Αν ο άνθρωπος δεν Τον αποδεχτεί όπως αποκαλύφθηκε, αν δεν γίνει μέλος Του με άλλα λόγια, προκειμένου να ενισχύεται από την αγία χάρη Του, πάντοτε θα πελαγοδρομεί στην αντίφαση μεταξύ ίσως καλών λόγων και δαιμονικού τρόπου ζωής. Διότι «ουκ εστίν εν άλλω ουδενί η σωτηρία». Ας παρακαλούμε τον Κύριο αφενός να φωτίζει τους ανθρώπους που Τον αγνοούν, προκειμένου να Τον γνωρίσουν, αφετέρου να ενισχύει τη θέληση ημών των θεωρουμένων χριστιανών, ώστε να κάνουμε πράξη αυτά που ήδη μας έχει δώσει και που τις περισσότερες φορές τα αφήνουμε για αργότερα. Δηλαδή να αγαπάμε τον συνάνθρωπό μας, ανεξάρτητα από τη στάση εκείνων.  Αλλά το αργότερα σημαίνει συνήθως ποτέ.