Κυριακή 26 Μαρτίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ’ (4η) ΝΗΣΤΕΙΩΝ



ΚΥΡΙΑΚΗ Δ’ (4η) ΝΗΣΤΕΙΩΝ 
            Φρικτή , τραγική αλλά και απελπιστική ή κατάσταση του νέου της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής. Πονηρό δαιμόνιο, γεμάτο μίσος γιά το ανθρώπινο γένος είχε κατά παραχώρηση του , καταλάβει από την νεανική του ηλικία το σώμα του, και τον βασάνιζε , με όλη του την μανία και λύσσα της μοχθηρής του φύσης.
            Ο πατέρας αυτού του νέου ανθρώπου , αν και είχε ακούσει στο παρελθόν για τά αναρίθμητα θαύματα του Κυρίου, μόνο μετά την απελπισία του, για το κατάντημα του γιού του, τόλμησε και πήρε την απόφαση και τον έφερε μπροστά στον Κύριο. Πρίν από λίγο κυριευμένος από την ίδια απελπισία, είχε βρεί τους μαθητές του Κυρίου, τους είχε ζητήσει να τον θεραπεύσουν , εκείνοι όμως δεν το κατόρθωσαν.
            Ο ίδιος ό Κύριος , όμως , έχοντας μπροστά στα πόδια του , γονατισμένο τον βαθύτατα πονεμένο πατέρα , να του λέει: «Κύριε λυπήσου το παιδί μου, πνεύμα πονηρό το έχει καταλάβει, το κατέστησε κωφό και άλλαλο . Σε όποιο τόπο τον καταλάβει , τον συγκλονίζει, τον ρίχνει κάτω , τον κάνει να αφρίζει, να τρίζει τά δόντια του, να μένει εκεί ξερός και αναίσθητος». Ο Κύριος όμως,  μιλώντας σε σκληρή γλώσσα μιλάει για την απιστία αυτής της γενιάς, και αμέσως ζήτησε, να φέρουν εκείνον τον νέο , εκεί μπροστά του.
            Ο πατέρας σπεύδει να πληροφορήσει τον Κύριο, ότι , στην προσπάθειά του να απαλλάξει τον γιό του από το δαιμόνιο αυτό, πολλές φορές είχε ρίξει το γιο του στην φωτιά, στο νερό,  χωρίς όμως κάποιο αποτέλεσμα, προσθέτοντας « εάν δύνασαι να κάμης κάτι, σπλαγχνίσου μας, και βοήθησέ μας. Ο Κύριος όμως , φανερώνοντας, αλλά και ταυτόχρονα, ελέγχοντας την ολιγοπιστία, του πατέρα του είπε: «εί δύνασαι να πιστεύσεις , όλα είναι κατορθωτά είς τον πιστεύσαντα».
            Ο ίδιος ό Κύριος στην συνέχεα, και κινούμενος από αγάπη , επετίμησε το πνεύμα το πονηρό,  και με την εξουσία του, το διέταξε να φύγει από το σώμα του νέου.  Το πονηρό αυτό πνεύμα όμως, εγκαταλείποντας το σώμα του νέου, κραυγάζοντας, λυσσομανώντας, και λυσσασμένο, έριξε κάτω τον νέο αυτό, αναίσθητο, και φαινομενικά νεκρό στο χώμα.
            Τραγική, φρικτή, αλλά και απελπιστική , η κατάσταση στην οποία ευρίσκεται ό νέος. Αλλά , υπάρχει και μία άλλη ασύγκριτα, φοβερότερη και πιο φρικτότερη κατάσταση από το κατάντημα του νεανίσκου, έστω και αν αυτή δεν παρουσιάζει , τόσο έντονα τά εξωτερικά της συμπτώματα.
           
Και ποια είναι αυτή; θα ρωτήσει κάποιος από εμάς; Η απάντηση σαφέστατη, είναι εκείνη η φρικτή κατάσταση, κατά την οποία το πονηρό πνεύμα, εξουσιάζει και κατακυριεύει την ανθρώπινη ψυχή, δηλαδή ή αμαρτία, η οποία χρησιμοποιεί ως μέσο, για να εγκαθιδρύσει την δουλεία και την τυρρανία, μέσω του σώματος, και στην ψυχή μας.
            Ο ίδιος ο διάβολος, είναι ο εφευρέτης της αμαρτίας, ο πατέρας του ψεύδους, ο ασίγαστος και πανούργος υποκινητής σε πράξεις παραβάσεως, από μέρους του ανθρώπου, του ίδιου του θείου θελήματός Του.     
 Χρησιμοποιεί,  δε,  για τον σκοπό αυτό, αναρίθμητους τρόπους για να «ζωγρήση» , δηλαδή, να παγιδεύσει  τον άνθρωπο, όπως χαρακτηριστικά μας αναφέρει και ο Απόστολος των Εθνών Παύλος (Β’ Τιμ. Β,26), ζωντανό στα δίχτυα του διαβολικού του θελήματος.
Και όταν συμβεί αυτό στον άνθρωπο, τότε, δεν μπορεί ούτε να ορίσει αλλά ούτε και να ελέγξει τον ίδιο του τον εαυτό.  Υποδουλωμένος στις αμαρτίες του, αλλά και βουτηγμένος στα δικά του προσωπικά πάθη, πλέον δέχεται εντολές μόνο από εκείνον , όπως χαρακτηριστικά μας ενημερώνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης διά στόματος Κυρίου « ο ποιών την αμαρτίαν … δούλος εστί της αμαρτίας» (Ιωάν. η , 34). Τότε , ό άνθρωπος, συγκλονίζεται, συνταράζεται, και στενάζει, δεν μπορεί να γνωρίσει την προσωπική του χαρά, την ηρεμία του, αλλά και την ίδια του την εσωτερική ειρήνη. Γίνεται πολλές φορές, η αιτία αναστάτωσης στους γύρω του, αλλά και πολλές φορές επικίνδυνος, στο ίδιο του το οικογενειακό περιβάλλον .
Αλλά και το ίδιο το σώμα του ανθρώπου, υφίσταται τις συνέπειες αυτής της δουλείας. Δεν διαφέρει σε τίποτα, από το σώμα του ταλαίπωρου νέου της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, δηλαδή το πρόσωπό του παραμορφώνεται, άναρθρες και ασυνάρτητες κραυγές  βγαίνουν από το στόμα του, τά χέρια του άγρια, παύει να λειτουργεί το ίδιο το λογικό. Κάτι ανάλογο, φυσικό είναι , να συμβαίνει και με τά αμαρτωλά πάθη.  Το χειρότερο όλων όμως, είναι , ότι, ο ίδιος ο άνθρωπος, είναι αυτός που αποκλειστικά, φέρνει την ευθύνη γι’ αυτό του το κατάντημα, γιατί αυτός και μόνον αυτός έχει υποτάξει, θεληματικά , τον εαυτό του, στην  δύναμη της αμαρτίας , και μέσω αυτής φυσικά, στην εξουσία του πονηρού.
Όμως, υπάρχει, τρόπος σωτηρίας για όλους εμάς, και είναι ένας και μοναδικός, η προσφυγή του καθενός από εμάς, με την ίδια πίστη πού διακατέχει τον πατέρα της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, με τά γόνατα μας μπροστά στον Λυτρωτή και Κύριό μας.

«Εί δύνασαι πιστεύσαι,  πάντα δυνατά τώ πιστεύοντι»  
ακούσαμε τον ίδιον τον Κύριο, να λέει στην σημερινή Ευαγγελική περικοπή , Ο ίδιος Ο Κύριος, στον απελπισμένο πατέρα. Κανείς από εμάς , δεν μπορεί, και δεν πρέπει επ’ ουδενί λόγο, να ισχυρισθεί, ότι πρώτον , ο πατέρας του δαιμονιζομένου νέου δεν υπέφερε ό ίδιος για την τραγική κατάσταση την οποία βρισκόταν ο γιός του, και δεύτερον  κανένας δεν μπορεί να πεί ότι, του «έλειπε» ή πίστη. Είχε ακούσει σίγουρα για τά αναρίθμητα θαύματα του Κυρίου, αλλά δεν είχε και την έμπνευση να φέρει τον γιό του μπροστά στον ίδιο τον Κύριο και να τον παρακαλέσει θερμά για την  σωτηρία του. Όταν , και μόνο, τότε πού ό Κύριος βρίσκεται πολύ κοντά του, βρήκε το θάρρος να  ρωτήσει: «εί τι δύνασαι βοηθήσει ημίν;», και να λαμβάνει την σε αυστηρό τόνο απάντηση του Κυρίου «εί δύνασαι πιστεύσας,  δυνατά τώ πιστεύσαντι»
Ό λόγος αυτός του Κυρίου, δεν αναφέρεται μόνο στον πατέρα της σημερινής Ευαγγελικής Περικοπής.
Είναι μια φράση, επαναλαμβανόμενη σε όλους τους ανθρώπους, όλων των εποχών , αλλά και όλων των καταστάσεων. Κι’ αυτό, γιατί, κοινό γνώρισμα όλων   των  ανθρώπων, ανά τους αιώνες δεν τίποτε άλλο , από τις θλίψεις, από τις στεναχώριες, τους κινδύνους, τίς αδικίες, τίς  περιπέτειες, τις κακότητες, αλλά και τις ασθένειες τόσο προσωπικές, όσο και οικογενειακές.
Πάνω σε όλες αυτές, βλέπει και ταυτόχρονα αντιλαμβάνεται την δική του προσωπική αδυναμία, να υπερνικήσει και να ανταπεξέλθει στις δικές του προσωπικές αδυναμίες, Τότε και μόνο τότε, διαπιστώνει και συνειδητοποιεί, ότι, δεν μπορεί να βασιστεί πλέον στους γύρω από  αυτόν, ζητάει απεγνωσμένα συμπαράσταση και βοήθεια από όλους , αλλά δεν την βρίσκει πουθενά.  Και στο αγωνιώδες ερώτημα όλων μας, πού θα βρεί αυτή την συμπαράσταση και βοήθεια , η απάντηση απλή και ξεκάθαρη. Μέσα από τον νού του, και την καρδιά του, πού τά υψώνει προς τον ίδιο τον Θεό. Είναι αυτός πού ακούει την φωνή μέσα του, να του λέει , ότι μόνος και αποτελεσματικός συμπαραστάτης στην θλίψη του , είναι ο ίδιος ό Θεός πού του λέει : «εί δύνασαι πιστεύσας, δυνατά τώ πιστεύσαντι». Και γιατί να μην το πιστέψει αυτό, κανείς με όλη του την ψυχή και την καρδιά του;  
Όμως, θα ρωτήσει κάποιος , ποιος είναι επιτέλους , αυτός ό Θεός, του οποίου επικαλείται την βοήθεια; Είναι ο Θεός , ο γεμάτος καλοσύνη, αγάπη και στοργή για όλα τά πλάσματά του. Είναι ο γεμάτος τρυφερότητα πατέρας πού μας έδωσε τα αναφαίρετο δικαίωμα, οποιαδήποτε στιγμή , και το τονίζω ιδιαίτερα, να τολμάμε να παρουσιαζόμαστε μπροστά του, και με θάρρος να ζητάμε «θέλω αυτό … θέλω εκείνο», αλλά και στην δύσκολη στιγμή και δοκιμασία του καθενός μας, να του ζητάμε με θάρρος, αλλά και γεμάτοι πίστη, να του λέμε : «Πατέρα , βλέπεις ότι θλίβομαι. Θέλω να απαλύνεις τον πόνο μου να με απαλλάξεις από την δοκιμασία μου» .
Είναι Εκείνος πού είπε και λέει , ανά τους αιώνες σε όλους εμάς : «δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» , αλλά και : «επί της γής ώφθη και τοίς ανθρώποις συνανεστράφη», αλλά και : «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας», είναι Εκείνος πού «προθύμως» παρέχει την βοήθειά του σε κάθε ένα από τους πάσχοντες και ταλαιπωρημένους ανθρώπους, πού ζητάνε την βοήθειά του.   Είναι Εκείνος πού έκανε και κάνει αναρίθμητα θαύματα για την ανακούφιση της ανθρώπινης δυστυχίας, πού ή χωρίς τέλος αγάπη του και αγαθότητά του θα πρέπει συνεχώς να αναζωογονεί , να γιγαντώνει και αμί τι άλλο , να θερμαίνει την δική μας πίστη.  Είναι Εκείνος , πού με μία του προσταγή γινόταν το οποιοδήποτε έργο, αμέσως, γινόταν θαύμα, με ένα του λόγο υποτάσσονταν τά πάντα στο δικό του θέλημα, θεράπευε ασθενείς, έδινε φώς στους τυφλούς, έδιωχνε δαιμόνια, ανάσταινε νεκρούς. Και όλα ατά , χωρίς να χάνει το ελάχιστο από την παντοδυναμία του, κάνοντας ακόμα και τον πολύαθλον Ιώβ, να μένει έκπληκτος, απέναντι στο ασύλληπτο μεγαλείο της δικής Του παντοδυναμίας, ταπεινά αναφερόμενος στο ίδιο τον Θεό , να λέει : «οίδα ότι πάντα δύνασαι, αδυνατεί σε ουδέν» (Ιώβ μβ, 2), που σημαίνει : « Γνωρίζω πολύ καλά Κύριε, ΄τι δύνασαι τά πάντα και τίποτα δεν είναι διά σε Αδύνατο».
Με αυτού του «είδους» την πίστη, λοιπόν , είναι δυνατόν ο κάθε άνθρωπος να αποκτά την δύναμη , να συμμετέχει κατά κάποιο τρόπο στην παντοδυναμία του Θεού,  και να πραγματοποιείται ο ίδιος ό λόγος του Κυρίου που ακούσαμε στην σημερινή ευαγγελικά περικοπή : «πάντα δυνατά τώ πιστεύοντι».
Αλλά είναι ό ίδιος ο Κύριος, που είναι πάνσοφος, υπάρχουν σ’ Αυτόν η απόλυτη ορθή φρόνηση, η χωρίς καθόλου σκιά διαύγεια. Είναι Εκείνος πού με ασφάλεια αλλά και ακρίβεια, αλάθητη, δηλαδή χωρίς λάθος, γνωρίζει πώς να αποσπά τον άνθρωπο από το απόλυτο κακό, να τον στρέφει προς απόλυτο καλό και αγαθό, και ταυτόχρονα τον βοηθάει στην επιτυχή πορεία του μεγάλου του προορισμού. Είναι εκείνος πού έχει άπειρους τρόπους ώστε να καταρτίζει τον άνθρωπο μέσα από τις θλίψεις και να τον σώζει και να τον περιφρουρεί από διάφορους κινδύνους, αλλά και παγίδες του σατανά.
Ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος, από ταπεινοφροσύνη προς τον ίδιο του τον εαυτό έλεγε ότι είναι ένα τίποτα, αλλά ταυτόχρονα διακήρυττε ότι τά πάντα τά κατόρθωσε με την πίστη του στον Χριστό : «Πάντα ισχύω τώ ενδυναμούντι με Χριστώ». ( Φιλιπ. Δ, 13) , πραγματοποιώντας στο ίδιο του το πρόσωπο πλήρως τον λόγο του κυρίου : «πάντα δυνατά τώ πιστεύοντι».
Ολοι,  όσοι λοιπόν , βρισκόμαστε σε μία θλίψη, άς καταφύγουμε σε εκείνον με πίστη, όσοι από εμάς βρισκόμαστε μπροστά σε μεγάλες και δύσκολες , ανυπέρβλητα εμπόδια, διάφορα και πολλαπλά  αδιέξοδα, όσοι λοιπόν βλέπουμε το απόλυτο σκοτάδι να μην απελπιζόμαστε. Άς καταφεύγουμε σε εκείνον με ακλόνητη την Πίστη μας, όπως ο πολύπαθος Ιώβ , στην Παλαιά διαθήκη, αλλά και ο ταλαίπωρος πατέρας της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής . Αμήν!!!