Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ



ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

Το μυστικό της επιστροφής

ΤΙ ΚΑΝΕΙ, αγαπητοί μου, τον άνθρωπο ν' αφήνει το δρόμο της αμαρτίας και να επιστρέφει στο Χριστό; Αυτό βλέπουμε σήμερα στην παραβολή του ασώτου.

Όταν ό Κύριος κήρυττε, όπως σημειώνουν οι εύαγγελισταί, «ό λαός άπας έξεκρέματο αυτού άκούων» (Λουκ. 19,48), όλοι εκρέμοντο από τα χείλη του, και αυθόρμητα έλεγαν «Ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος, ως ούτος ό άνθρωπος» (Ίωάν. 7,46). Όλοι θαύμαζαν το Χριστό. Πόσοι όμως τον άκουγαν όχι μόνο με τα αυτιά του σώματος αλλά και με τα αυτιά της ψυχής; Πόσοι εδονούντο ψυχικώς; Πόσοι άλλαζαν και επέστρεφαν στην ευθεία οδό; Λίγοι έκαναν πράξει τα λόγια του Χριστού. Τι λοιπόν συνέβαινε σ' αυτούς;

Το μυστικό της επιστροφής αυτών των ολίγων βρίσκεται στο εξής. Αυτοί δεν έμεναν απλώς στο θαυμασμό βύθιζαν συγχρόνως το βλέμμα στη δική τους καρδιά και παρατηρούσαν την αθλιότητα τους. Ω, Τι συναισθήματα τους έφερνε αυτή ή συγκριτική εξέτασης! Απέναντί τους ήταν εκείνος πού δόλος δέ βρέθηκε στο στόμα του (πρβλ. Ίωάν. 1,47), εκείνος πού ήταν ανεξάντλητος ωκεανός αγάπης, εκείνος πού πονούσε στη δυστυχία των ανθρώπων. Έβλεπαν ένα μεγαλείο, μια μορφή ιδανική. Αυτοί Τι ήταν εμπρός του; ελεεινοί και τρισάθλιοι. Ό Χριστός ύψος, αυτοί βάραθρο. Ό Χριστός κορυφή, —«εκάλυψεν ουρανούς ή αρετή αυτού» ('Αμβ. 3,3)—, αυτοί άβυσσος κακίας και διαφθοράς. Αυτή λοιπόν ή τρομακτική απόσταση, πού τους χώριζε από το Χριστό, τους συγκλόνιζε, τους έφερνε σε περισυλλογή, τους δημιουργούσε τον πόθο, τον έρωτα του μεγαλείου. Αυτό τους έκανε ν' αφήσουν τα χαμηλά, τη ζωή της αμαρτίας, και να πετάξουν ψηλά, σε κόσμους όμορφους, «ηθικούς, αγγελικά πλασμένους», να έλκύωνται από το μεγαλείο του Χριστού, για να γίνουν μικρόχριστοι επί της γης. Αν οι άλλοι, το πλήθος, έμειναν στάσιμοι στα λιμνάζοντα έλη της αμαρτίας, αυτό οφείλεται στο ότι αυτοί θαύμαζαν μεν το μεγαλείο του Χριστού, δεν έστρεφαν όμως το βλέμμα και προς τα έσω, δεν έβλεπαν και τη δική τους αθλιότητα. Αν έστρεφαν το βλέμμα στην καρδιά τους, ή τρομακτική αντίθεση θα τους οδηγούσε σε σοβαρές σκέψεις, θα τους αναστάτωνε, θα τους έκανε να πάρουν ταπεινωμένοι το δρόμο της επιστροφής, της αλλαγής, της σωτηρίας. Θέλετε μερικά παραδείγματα; Όταν ό Κύριος πέρασε από την Ιεριχώ, πολύς κόσμος έτρεξε να τον ακούσει από περιέργεια. Τίνος όμως την καρδιά διαπέρασε το ηλεκτρικό ρεύμα του λόγου του; τίνος ή συνείδηση ξύπνησε; Ποιος από 'κείνο το συρφετό ένιωσε το Χριστό; Μόνο ό Ζακχαίος. Αυτός πέταξε λίγο πάνω από το χώμα και την ύλη, ανέβηκε στη συκομορέα αντίκρισε τον Ιησού και συγκλονίστηκε. Έκανε σύγκριση με τη δική του αθλιότητα. Ό Ιησούς δεν είχε ούτε δραχμή στην τσέπη, αυτός είχε ποσά αμύθητα• ό Ιησούς δεν είχε πού να γείρει το κεφάλι (βλ. Ματθ. 8,20 Λουκ. 9,58), αυτός είχε το καλύτερο μέγαρο• ό Ιησούς περιόδευε πόλεις και χωριά «ευεργετών και ίώμενος» (Πράξ. 10,38), ήταν ή παρηγοριά και ό προστάτης των χηρών και ορφανών, αυτός σκόρπιζε θλίψη και πόνο, αφού τους έκλεβε το ψωμί με το νόμο. Αυτή ή τρομακτική απόσταση μεταξύ αυτού και του Χριστού τον συγκλόνισε, και πήρε αποφασιστικά το δρόμο της επιστροφής. Ήθελε να πλησίαση στο μεγαλείο του Χριστού πού λέει «Πώλησαν σου τα υπάρχοντα και δός πτωχοίς» (Ματθ.19,21). Και δεν έφθασε μεν στο σημείο αυτό. είπε όμως• «Τα ήμισυ των υπαρχόντων μου. Κύριε, δίδωμι τοις πτωχοίς» (Λουκ. 19,8). Βρέθηκε, εν πάση περιπτώσει, στην οδό πού οδηγεί στο μεγαλείο φάνηκε δε πολύ ανώτερος από τον πλούσιο εκείνο νεανίσκο πού «απήλθε λυπούμενος» (Ματθ. 19,22• Μάρκ. 10,22), όταν ό Κύριος του έδειξε το ύψος της ακτημοσύνης.

"Άλλο παράδειγμα. Αν ή Σαμαρείτης επέστρεψε στο Χριστό και έγινε ή αγία Φωτεινή, το μυστικό της επιστροφής της βρίσκεται στο ότι,  όταν αντίκρισε το μεγαλείο του Χριστού, είδε συγχρόνως και τη δική της αθλιότητα. Διέκρινε εμπρός της κάποιον με ανώτερο πνεύμα, πού έβλεπε κι αυτήν σαν παιδί του Θεού, δεν εξέταζε σε ποια φυλή ανήκει ούτε τίνος χρώματος είναι. Εμπρός της είχε ένα προφήτη, πού της είπε με λεπτομέρειες τα αμαρτήματα της. Τέλος ή υψηλή διδασκαλία του ότι «πνεύμα ό Θεός» (Ίωάν. 4,24) κι ότι μπορεί να λατρεύεται παντού, τη συγκλονίζει. Βλέπει όμως έπειτα και τη δική της αθλιότητα και τρομάζει. Τι ήταν αυτή; Μία πόρνη πέντε άντρες είχε αλλάξει, κι αυτός πού είχε τώρα δεν ήταν άντρας της. Εμπρός στο Χριστό ένιωσε ράκος. Και όμως βλέπει τον ήλιο - Χριστό να καταδέχεται ν' αγγίζει το δικό της βόρβορο. Αυτή ή συναίσθηση ότι είναι μηδέν, ιδού, αγαπητοί μου, το μυστικό της επιστροφής της.

Άλλ' εκεί πού καθαρότερα φανερώνεται ποιο είν' εκείνο πού κάνει τον άνθρωπο να επιστρέφει στο Θεό, είναι ή σημερινή παραβολή. Ό άσωτος, όταν σώθηκαν τα λεφτά κι από την πείνα κατήντησε χοιροβοσκός κ' έτρωγε ξυλοκέρατα, βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Ένα βασιλόπουλο αυτός, να βοσκή χοίρους! Το περιβάλλον εκείνο του είναι αφόρητο. 'Αλλ' αφού είχε γίνει ακάθαρτος σαν τους χοίρους πού έβοσκε, έτσι του άξιζε. Αυτή ή απερίγραπτη αθλιότης δημιουργεί στην ψυχή του ένα συναίσθημα συντριβής. Κλαίει. Ή σκέψη του πετά στο πατρικό του, όπου κι αυτοί ακόμα οι δούλοι περνούν καλύτερα. Ω το μεγαλείο του πατρικού του σπιτιού, ω ή δική του αθλιότης!

Συγκλονίζεται. Και ακριβώς εδώ, αγαπητοί μου, μεταξύ του μεγαλείου και της αθλιότητος, παίχθηκε το δράμα της επιστροφής του.

Από τα παραδείγματα αυτά καταλαβαίνουμε, ότι το μυστικό της επιστροφής βρίσκεται σε δύο σημεία στο θαυμασμό της πίστεως και στη δική μας αύτομεμψία.

Αδελφοί μου! Ή θρησκεία του Ιησού μας έχει μεγαλείο, ή Εκκλησία είναι ύψος θαυμαστό. Μέσα σ' αυτήν ακούγεται το «Αγαπάτε αλλήλους» (Ίωάν. 13,34' 15,12), το «Έλθέτω ή βασιλεία σου» (Ματθ. 6,10), βασιλεία δικαιοσύνης, αγάπης, αδελφοσύνης, ειρήνης.
Άλλα δεν ωφελεί να μείνουμε μόνο σ' αυτό το θαυμασμό. Πρέπει συγχρόνως να στρέψουμε την προσοχή και κάπου άλλου να εξετάσουμε τον εαυτό μας, να δούμε την αθλιότητα μας, ν' αναλογιστούμε σε ποια απόσταση από το μεγαλείο αυτό βρισκόμαστε εμείς, όπως έκανε ό άσωτος.
Αν το κάνουμε αυτό, θα διαπιστώσουμε την τρομακτική αντίθεση. Ή διαπίστωσης αυτή θα μας βάλει σε ανησυχία και σοβαρές σκέψεις. Και έτσι μπορεί να γεννηθεί μέσα μας ή ώθηση ν' αφήσουμε τα χαμηλά, να πάρουμε ταπεινωμένοι το δρόμο της επιστροφής, και βαδίζοντας συνεχώς προς την κορυφή να βρεθούμε τέλος στην πατρική οικία και να δεχθούμε όπως ό άσωτος τον εναγκαλισμό της σωτηρίας.

Θαυμασμός λοιπόν και αύτομεμψία. Άλλ' υπάρχει σήμερα θαυμασμός του μεγαλείου; Θαυμάζουμε εμείς την πίστη μας; Οι άνθρωποι της εποχής του Χριστού τον θαύμαζαν. Αργότερα οι άνθρωποι θαύμαζαν τους πατέρας της Εκκλησίας, τους μάρτυρες, τους οσίους. Τα περασμένα χρόνια οι προγονοί μας μελετούσαν τους βίους των αγίων και θαύμαζαν τη ζωή, τις αρετές, τα παθήματα, τα μαρτύρια τους. Σήμερα εμείς Τι θαυμάζουμε; Μήπως έπαυσε τώρα ή θρησκεία μας να έχη δύναμη και αίγλη; Όχι. Ό «Χριστός χθες και σήμερον ό αυτός και εις τους αιώνας» (Έβρ.13,8). Και όμως έπαυσε ό θαυμασμός για την πίστη μας. Αλλά θαυμάζουμε τώρα• πράγματα εφήμερα, ανθρώπινες θεωρίες πού περιέχουν λάθη, πρόσωπα άσωτα και διεφθαρμένα, με δυο λόγια τα μικρά και ασήμαντα. Όλα τα θαυμάζουμε, πλην του Ιησού Χριστού. Ώ γενεά πονηρά Και διεστραμμένη!
Έπαυσε ό θαυμασμός προς τη θρησκεία μας, άλλ' έπαυσε και η προς τα έσω στροφή μας. Παύσαμε να εξετάζουμε τον εαυτό μας, να βλέπουμε την αθλιότητα μας. Ή αμαρτία κανένα δεν ανησυχεί. Πώρωσης άνευ προηγούμενου επικρατεί στις συνειδήσεις. Για αυτό λίγοι βρίσκονται στην οδό της μετανοίας, μικρό - πολύ μικρό είναι το ποίμνιο του Ιησού.

Αδελφοί μου δύο είναι τα αίτια της απομακρύνσεως των περισσοτέρων από το Θεό ή έλλειψης θαυμασμού προς τη θρησκεία μας και ή έλλειψης αυτοεξετάσεως. Ας ευχηθούμε, όλοι ν' ανακαλύψουμε το μυστικό, το δρόμο αυτό της επιστροφής και μαζί με τον άσωτο υιό ν' αναφωνήσουμε κ' εμείς• «Ανάστατες πορευσόμεθα πρός τον πατέρα...» (Λουκ. 15,18)• αμήν.

Επίσκοπος Αυγουστίνος
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, ή οποία έγινε στην αίθουσα του συλλόγου "40 Μάρτυρες" Κοζάνης την 9-2-1 958.
Καταγραφή και σύντμησης 27-02- 2005

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ & ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ 
ΤΕΛΏΝΟΥ & ΦΑΡΙΣΑΊΟΥ
 
 
Αγαπητοί μου εν Χριστώ αδελφοί, με τήν σημερινή Εορτή τή; Αποδόσεως τής Υπαπαντής, <<ώς καί υμείς νά περιμένωμεν τόν Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν>> καί έχοντας αφήσει πίσω μας τήν περίοδον τής Τεσσαρακοστής τών Χριστουγέννων , τίς εορτές του Δωδεκαημέρου ( ήτοι τής Χριστού Γεννήσεως, τής περιτομής τού Κυρίου , τής τού θεού Επιφανίας σήμερα μέ τήν παραβολή τού Τελώνου καί τού Φαρισαίου εισερχώμεθα σε μία  άλλη εκκλησιαστική περίοδο αυτή τής προπαρασκευής γιά τήν μεγάλη Τεσσαρακοστή, αλλά καί τής μεγάλης εβδομάδος καθώς καί τής Ταφής καί Αναστάσεως τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού , δηλαδή τού Τριωδίου . 
 
Σε αυτή τήν σημερινή ευαγγελική παραβολή τού Κυρίου παρουσιάζονται σέ όλους εμάς καί στό καθ΄έναν προσωπικά  , οι δύο παραστατικές εικόνες τών δύο ανθρώπων πού προσέρχονται στόν ναό τού Σολομώντα γιά νά προσευχηθούν, τού τελώνου καί τού Φαρισαίου. 
 
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν νά εμβαθύνουμε σέ αυτές τίς δύο προσωπικότητες, καί τό τί θέλει ό κύριος μας νά μάθουμε απο αυτούς. 
 
Ο τελώνης αγαπητοί μου αδελφοί, είναι αυτός πού προσέρχεται στό Ιερό πρώτος τόν μυδιάζουν ειρωνικά πολλοί, δυσφορούν κάποιοι , μερικοί εκφράζουν καί τήν αγανάκτησή τους , λέγοντας "τί θέλει αυτός ο αμαρτωλός σ' αυτόν τόν ιερό τόπο, μήπως νομίζει 'οτι ο Θεός θά ακουσει τήν βέβηλη προσευχή του;"

Ας δούμε καί τήν συμπεριφορά τους απέναντι στόν Φαρισαίο. Όταν τόν βλέπουν νά προσέρχεται στόν ναό γιά νά προσευχηθεί , σίγουρα από σεβασμό θά παραμέρισαν , θά τού άνοιξαν τόν δρόμο γιατί πίστευαν ότι αυτό καί μόνο αυτός είναι δίκαιος καί η προσευχή του θά ήταν σίγουρα πιό ευπρόσδεκτη από τόν Θεό. 

Όμως αγαπητοί μου αδελφοί, πόσο μεγάλη ήταν η πλάνη τους. Αυτοί ότι έκαναν τό έκαναν γιατί έκριναν από τήν εξωτερική εμφάνιση, σέ αντίθεση μέ τόν Θεό πού βλέπει τά βάθη τής καρδιάς , τήν εσωτερική διάθεση αλλά καί τήν εσωτερική ψυχική κατάσταση τού κάθε ανθρώπου, καί αναλόγως δέχεται ή δέν κάνει ή όχι δεκτά τά αιτήματά τού κάθε  ανθρώπου.  
Σίγουρα αγαπητοί αδελφοί μου τήν προσεχή τού Φαρισαίου τήν απέρριψε ώς ιεροσυλία ο Θεός , γιατί αυτή προερχόταν από τήν γεμάτη αλαζονεία καρδιά του. 
Η προσευχή του πρός καί γιά τόν θεό ήταν μία προσωπική αλαζονική  εγωϊστική επίδειξη , ένα αυτολιβάνισμα. Καί γιατί αυτό θά ρωτήσει κάποιος ; Γιατί ο Φαρισαίος είναι αυτός πού επιδεικτικά στέκεται σε ξεχωριστή καί διακεκριμένη θέση - στό κέντρο τού ναού - καί αρχίζει μεγαλοφώνως νά αυτοεγκωμιάζεται , νά απαριθμεί τίς καλές , όπως εκείνος νόμιζε καλές του πράξεις και δέν σταματάει εκεί, κατηγορεί τόν τελώνη,  και φτάνει μάλιστα στό έσχατο σημείο νά κατηγορεί όλους ανεξάρτητα τούς ανθρώπους , ώς φαύλους , διεφθαρμένους άδικους αλλά καί άρπαγες. 

Πόσο διαφορετική ήταν ή στάση τού Τελώνη, αγαπητοί μου αδελφοί, στεκόταν σέ κάποια απόμερη άκρη τού ιερού τού Ναού, , μακριά από τό θυσιαστήριο, δέν τολμούσε ούτε να κοιτάξει στόν Ναό, αλλά ούτε καί νά σηκώσει τά μάτια του στόν ουρανό καί τόν θεό. Αισθανόταν τό πλήθος καί βάρος τών μέχρι τότε αμαρτιών του, πιεζόταν από τό βάρος τής ενοχής του , αλλά καί συγκλονιζόταν από τίς δίκαιες τύψεις τής συνήδεισής του.
Πώς , καί ποιός θά ήταν αυτός πού θά τολμούσε νά σηκώσει τά χέρια του καί τά μάτια του πρός τόν ουρανό, εκεί πού βρισκόταν ο θρόνος τού δίκαιου Θεού; Ήταν - όπως καί ό ίδιος συνειδητοποιούσε -  αυτός είχε παραβεί τό θείο του θέλημα, είχε καταφρονήσει τόν ουράνιο Πατέρα, και είχε κάνει κάθε είδους αδικία απέναντι στά τέκνα τού Θεού. Όλα όσα κέρδιζε από τίς αδικίες του , τά διάθετε σέ διασκεδάσεις , ασωτίες, καί μέ τά χρήματα πού κέρδιζε από αυτές, αγόραζε τά γλυκόπικρα ποτά τής αμαρτίας, ενώ γύρω του υπήρχαν φτωχοί , πεινασμένοι καί χωρίς νά έχουν κάτι νά φορέσουν. Αλλά αυτόν τί τόν έμελε; είχε σκληρύνει τήν καρδιά του , είχε αποξενωθεί καί απομακρυνθεί από κάθε αίσθημα ευσπλαγχνίας καί καλοσύνης! 

Καί καθώς τώρα τά θυμόταν όλα αυτά, πονούσε καί πλημμύριζε από οδύνη. Ελεεινολογούσε τόν εαυτό του, γιά το θλιβερό κατάντημά του, καί συνέπεια αυτού συντετριμμένος βυθιζόταν όλο καί πιό πολύ ταπεινώνοντας περισσότερο τόν εαυτό του. 
Εάν λοιπόν , τόν έβλεπε κάποιος εκείνη τήν στιγμή και τόν παρακολουθούσε προσεκτικά εκείνη τήν στιγμή, θά τόν άκουγε νά αναστενάζει, θά τόν έβλεπε νά κτυπάει τό στήθος του, σάν νά ήθελε, νά τιμωρήσει τήν καρδιά του , τήν έδρα τών πονηρών επιθυμιών του , κίνητρο πρός τήν αμαρτία του, ενώ από τά βάθη τής ψυχής του , ερχότανε η ολόθερμη προσευχή " Ο Θεός , έλεγε, ο Θεός ιλάσθητοί μοι τώ αμαρτωλώ" , δηλαδή ο Θεός ο πολυέλεος καί πολυεύσπλαχνος , ελέησέ με τόν αμαρτωλό. 
 
Πώς ήταν δηλαδή - δυνατόν - νά μήν ακούσει μέ στοργή ο Θεός καί νά μήν κάνει δεκτή μιά τέτοια προσευχή πού προερχόταν από μία "καρδία συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην"  Τού δέ Φαρισαίου, τού γεμάτου αλαζονεία, απέρριψε τήν καυχησιολογία , τού δέ γεμάτη ταπείνωση καρδιά καί ψυχή τελώνη δέχτηκε τήν ταπει στό φρόνημα προσευχή,  Όχι ο Φαρισαίος , αλλά ο τελώνης "" κατέβη δεδικαιωμένος είς τόν οίκον αυτού"

Πόσο διδακτικό είναι τελικά- αγαπητοί μου αδελφοί- τό παράδειγμα τού γεμάτου ταπεινοφροσύνη τελώνη. Καί εμείς ίσως πολλές φορές αισθανόμαστε τήν επιτακτική ανάγκη τής προσευχής.  Όταν οί θλίψεις μάς βαραίνουν , όταν οί βιοτικές ανάγκες μάς στενοχωρούν , όταν υψώνεται μπροστά μας βουνό η αδικία καί ο παραμερισμός μας εκ μέρους τών άλλων , όταν οι περιπέτειες καί οί δυσκολίες τής ζωής φαίνονται νά μάς έχουν φέρει σέ αδιέξοδο, τότε αισθανόμαστε τήν ανάγκη καί τόν πόθο νά καταφύγουμε στόν θεό καί ίσως,  ίσως ακόμα εάν μάς πιέζει τό άγχος τής ενοχής εξαιτίας τών αμαρτιών μας , όταν οί τύψεις μας μάς ταράζουν ή όταν μάς διακατέχει ό φόβος, τόν οποίο προκαλεί η ταραγμένη συνείδησή μας. 

Τότε καί μόνο τότε - αγαπητοί μου αδελφοί - θέλουμε νά εκφράσουμε τόν πόνο μας, νά ζητήσουμε έλεος,νά βρούμε τήν χαρά, νά ανακτήσουμε τήν δύναμη, γιά νά προσπεράσουμε δυσκολίες καί εμπόδια, καί τότε - ναί - καταφεύγουμε θερμότερα στήν προσευχή. φαίνεται τότε σάν ό ίδιος ο Θεός νά μιλάει μέσα στήν ψυχή μας καί νά μάς λέει " επικαλέσαι με έν ημέρα θλίψεως καί εξελούμαι σε" (Ψαλμ. μθ' 15). 

Άς σκεφτούμε - έστω καί γιά μία στιγμή- ποιός είναι Εκείνος μπροστά στόν οποίο - τολμάμε- και παρουσιαζόμαστε καί ποιοί είμαστε εμείς, εκείνοι πού τόν παρακαλούμε. 
 Εκείνος είναι ο απειροτέλειος Θεός, ο Παντοδύναμος Δημιουργός , Ο εξουσιαστής τού παντός, ό Πάνσοφος Προνοητής, καί κυβερνήτης τού ορατού καί αόρατου κόσμου, ο Πανάγαθος καί Πολυέλαιος   Πατέρας μας. 

Άς αναλογιστούμε όμως ποιοί είμαστε εμείς;  Εμείς είμαστε τά άτακτα παιδιά του , είμαστε οί αντάρτες , οί επαναστάτες, είμαστε οί παραβάτες καί καταφρονητές τού Θείου θελήματός Του, καί τό πούμε - άς το παραδεχτούμε -καί νά  είμαστε ειλικρινείς  μία φορά μέ τόν εαυτό μας, μέ τά ίδια μας τά λόγια καί τά έργα μας "υβριστές ' απέναντι στόν Πλάστη μας. 

Καί αυτή η συναίσθηση τής ίδιας τής αμαρτωλότητάς μας , πρέπει καί είμαι σίγουρος γι' αυτό νά μάς γεμίζει ντροπή , νά μάς βυθίζει σέ ταπείνωση , νά μήν μάς αφήνει νά σηκώσουμε τά μάτια μας πρός τόν θρόνο τού Θεού , αλλά μέ βαθιά ταπεινοφροσύνη νά προσευχόμαστε όπως ό Τελώνης " Ο Θεός ιλάσθητοί μοι τώ αμαρτωλώ"  καί φυσικό επακόλουθο είναι ο θεός , ό οποίος "ταπεινοίς δίδωσι χάριν" θά δεχτεί τήν προσευχή μας , θά μάς δώσε χάρη, αλλά καί χαρά, θά μάς δώσει τήν άφεση, τήν δικαίωση μας αλλά καί τήν υϊοθεσία, τέλος δέ θά κάνει δεκτά τά αιτήματ τής προσευχής μας . Αμήν!!!