Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ - ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ 

    Αγαπητοί μου αδελφοί, πόσο πραγματικά και πληκτικά , εύρισκε ο νεώτερος υϊός , τήν ζωή του μέσα στό σπίτι του,  αλλά και τον στεναχωρούσε , η πατρική στοργή, η παρουσία του μεγαλύτερου αδελφού του, ή άνεση καί ή ειρήνη πού επικρατούσε, σ' αυτό. Αντίθετα θα έλεγε κανείς ότι ό έξω κόσμος , τού οποίου η φαντασία του, του τόν παρουσίαζε ώς θελκτικό παράδεισο απολαύσεων, περιοχή ίσως ανέσεων, αλλά και απόλυτης ελευθερίας, χωρίς δεσμεύσεις , ήταν αυτός πού τού τραβούσε τήν προσοχή . Ψυχικά λοιπόν. είχε πλέον αποξενωθεί από τόν γεμάτο στοργή πατέρα του, ώστε πρίν κάν απομακρυνθεί από τό σπίτι καί τόν τόπο του, τόν οποίο μεγάλωσε και έζησε, νά τό έχει ήδη αποχωρισθεί μέ τόν τρόπο του. 
       Σέ πλήρη κατάσταση έξαψης αλλά καί δυσφορίας , τολμάει καί ζητάει το μέρος τής πατρικής περιουσίας, _πού δέν τού ανήκει φυσικά- , γιά νά φύγει μακριά .
        Ο πατέρας πού με πόνο ψυχής, παρακολουθεί το ψυχικό δράμα τού παιδιού του, δέν θέλησε ούτε κάν χρησιμοποιώντας βία, - άν καί θά μπορούσε νά το κάνει- , Σεβάστηκε τήν επιθυμία του, , του δίνει το πατρικό μέρος τής περιουσίας , και εκείνος φεύγει. Δέν τον ευχαριστεί κάν, δέν τόν αποχαιρετάει, έφυγε χαρούμενος, σέ μακρινή χώρα, καί εκεί μακριά από τήν στοργική κηδεμονία τού πατέρα του, <<ζών ασώτως>>, όπως παραστικά μάς περιγράφεται από Ιερόν Ευαγγελιστήν Λουκάν , σπατάλησε όλη τήν περιουσία του. 
   Αμαρτωλές διασκεδάσεις, άσωτη ζωή, σμήνη κολάκων _ όσο είχε περιουσία_ φίλοι καί φίλες <<τής κακιάς ώρας>> , τόν απογύμνωσαν από κάθε υλικό του αγαθό. φυσικό, είναι τώρα, αυτοί πού βρίσκεται μέσα στήν φτώχεια του, , τόν εγκατέλειψαν μόνο καί χωρίς καμία παροχή καί βοήθεια. Εκεί λοιπόν στήν ξένη και αφιλόξενη  γι' αυτόν χώρα, για μήν πεθάνει από τήν πείνα, έγινε βοσκός χοίρων , προσπαθώντας νά χορτάσει μέ τά ξυλοκέρατα , πού τρέφονταν αυτοί. Δυστυχώς όμως, δέν τά κατάφερνε. Και νά , πού τώρα αυτός , πρώην άρχοντόπουλο, ζηλεύει τούς χοίρους, πού τρώνε τά ξυλοκέρατα. 
     Καί νά, ή μεγάλη θλίψη τής αμαρτίας, η κατακόρυφη πτώση του, αλλά καί ό εξευτελισμός στόν οποίο αυτός έχει πέσει, τόν έκαναν νά θυμηθεί ζωηρά τήν αγάπη τού πατέρα του, ή οποία πλούσια παρεχόταν ακόμα καί στούς υπηρέτες τους. Πήρε τήν μεγάλη απόφαση, θά γύριζε πίσω στό σπίτι του καί στόν πατέρα του, καί νά ζητήσει - παρακαλέσει από αυτό όχι πιά τήν θέση του γιού του - αυτό είχε αποφασίσει νά μή τό τολμήσει-, αλλά πολύ ταπεινωμένος τήν θέση ενός από το υπηρετικό προσωπικό του. Δηλαδή , ποθούσε νά πέση γονατιστός στά πόδια του πατέρα του, νά γίνει δούλος στό ίδιο του τό σπίτι , εκείνος πού πρί οί υπηρέτες έπεφταν αυτοί στά δικά του πόδια.  
         Άς δούμε όμως λίγο καί τόν πατέρα, όλο αυτό τόν καιρό , ούτε γιά στιγμή δέν τόν είχε βγάλει από τήν σκέψη του. , δέν τόν είχε ξεχάσει. καί άς είχε αποτολμήσει νά αποστατήσει.  Μέ τόν νού του, τήν καρδιά του, τόν παρακολουθούσε εκεί πού ήταν καί βαθιά μέσα του, είχε τήν ελπίδα, ότι ή θλίψη τής αμαρτωλής του ζωής, οί ταλαιπωρίες από τίς συμφορές του, πού είχε μέχρι τώρα περάσει, θά ήταν αυτές πού θά τόν έφερναν , μετανοημένο πίσω στό σπίτι και στήν πατρική στοργή, φροντίδα, καί αγάπη.
    καί έτσι ακριβώς έγινε, μία ημέρα λοιπόν, είδε από πολύ μακριά, ίσως καί από τό ύψος του μπαλκονιού τού σπιτιού του, έναν ρακένδυτο, χωρίς παπούτσια, καί καταβεβλημένο ψυχικά αλλά καί σωματικά ζητιάνο, νά έρχεται μέ δειλά καί διστακτικά βήματα , πρός αυτόν. Καί ώς έκ θαύματος, η πατρική του καρδιά, τού λέει , ότι είναι εκείνος, , τό ίδιο του τό νεώτερο παιδί. Παρά τό προχωρημένο τής ηλικίας του, μέ νεανική ορμή, τρέχει νά προϋπαντήσει τόν γιό του, <<επέπεσε επί τόν τόν τράχηλον>> , όπως παραστατικότατα μάς περιγράφεται από τόν Ευαγγελιστήν Λουκάν , αυτόν πού ήταν μολυσμένος από τήν σωματική καί τήν ηθική ρυπαρότητα, καί ήταν ο πατέρας πού θερμά τού άνοιξε τήν αγκαλιά του, τόν φιλούσε, καί τά καυτά από τήν χαρά αυτή τήν φορά δάκρυα, κυλούσαν στό γεμάτο από φώς πρόσωπό του. Έδωσε εντολή νά τόν πλύνουν , νά τού φορέσουν τήν καλύτερη φορεσιά , τά καλύτερα παπούτσια, δακτυλίδι να του βάλουν στο δάκτυλο, νά ετοιμάσουν γεύμα  χαράς , πού σέ αυτό έπρεπε νά παραυρεθούν άπαντες, γιά νά ευχαριστηθούν. Καί αυτό , γιατί γιά τόν πατέρα, η ημέρα αυτή ήταν πανήγυρη,γιατί όπως καί ό ίδιος είπε, λησμονώντας όλα τά προηγούμενα << ό υϊός μου ούτος νεκρός ήν καί ανέζησε , απολωλός ήν καί ευρέθη>>. 
        Απέραντη λοιπόν , ή αγάπη καί η στοργή τού πατέρα, απεριόριστα ευρύχωρη η καρδιά του,  ασύλληπτη καί χωρίς περιγραφή, η  στοργή τού Θεού καί Πατέρα μας, πρός όλους εμάς τά παραστρατημένα παιδιά του. 
   Καί αυτό γιατί , λίγο ώς πολύ, όλοι εμείς - υπήρξαμε- καί -υπάρχουμε - ώς άσωτοι υϊοί , μακριά του. Σπαταλήσαμε, σπαταλούμε - πάντα μακριά του- και θα σπαταλήσουμε τά όποια πνευματικά δώρα, μάς έχει χαρίσει. Μολύνουμε καί αμαυρώνουμε τήν ίδια τήν εικόνα, εξευτελίζουμε τό όνομά του, αρνούμαστε δέ πολλές φορές καί τήν πατρότητά του, δέν δεχόμαστε ούτε κάν αυτό τό ίδιο του τό δώρο, αυτό τής υϊοθεσίας, καταφρωνούμε ακόμα, καί ίδια του τήν αγάπη. Θέλουμε - καί πολλές φορές τό κάνουμε- νά ζήσουμε μακριά από τήν πατρική του προστασία καί αγάπη, λέγοντάς , ώς αμαρτωλοί, μέ λόγια αλλά καί πράξεις <<απόστα απ' εμού>>, φύγε μακριά μου, όπως εγώ έχω αποφασίσει νά μείνω μακριά σου , δέν σέ θέλω καί εγώ δίπλα μου καθόλου. 
       Όμως, ό ίδιος ό Θεός ώς στοργικός πατέρας - δέν μάς ακούει καθόλου- , αλλά ούτε καί απομακρύνεται από κοντά μας. Τά μάτια του είναι ξάγρυπνα νύχτα καί ημέρα, μιλάει μέ πολλούς τρόπους στήν καρδιά μας, και χρησιμοποιεί ,-εάν μού επιτρέψεται αυτήν τήν έκφραση- με τήν απέραντη καρδιά του πρός όλα εμάς τά πλάσματά του, να μάς χειραγωγήσει, στόν δρόμο τής επιστροφής, νά μάς απευθύνει μυστικές κλήσεις, νά μάς εμπνέει μέ αγαθά συναισθήματα, νά στέλνει πρός εμάς τό δικό του <<θείον καί άκτιστον φώς>>, ώστε αυτό νά φωτίσει τόν νού μας , νά καθαρίσει τίς σκέψεις μας, ώστε νά διακρίνουμε με πλήρη καθαρότητα ποιό είναι πραγματικά τό δικό μας συμφέρον. Είναι αυτός πού χωρίς παύση εργάζεται για νά τραβήξει, τήν δική μας θέληση, λέγοντάς μας <<Υϊέ, δός μοι τήν σήν καρδίαν>>. είναι αυτός πού πραγματικά λυπάται γιά ότι μάς συμβαίνει (μακρυά του) , αλλά δέν συμμερίζεται τήν αμαρτωλή ζωή καί συμπεριφορά μας,  είναι αυτός πού αποστρέφεται τήν αμαρτία, αλλά δέν καταφρονεί τόν αμαρτωλό. 
είναι εκείνος πού ο τεράστιος ωκεανός τού ελέους του, πάντοτε μάς περιβάλλει , και πού γιά αυτόν τόν λόγο , ο εμπνευσμένος ψαλμωδός, μπροστά στήν ανεξάντλητη αγάπη τού Θεού, λέει <<τό έλεός σου Κύριε, καταδιώξει με πάσας τάς ημέρας τής ζωής μου>> ( Ψαλμ. κβ', 6) . 
         Καί ναί, είναι Εκείνος , πού μέχρι τό τέλος περιμένει τήν επιστροφή καί μετάνοιά μας, για νά μάς αγκαλιάσει καί νά μάς αποκαταστήσει στήν υϊοθεσία, νά μάς δώσει τήν ουράνια δόξα, καί να δώσει τήν εντολή για πνευματική πλέον πανήγυρη καί χαρά στόν ουράνιο κόσμο.  Καί αυτό, γιατί ό ίδιος Κύριος δέν μάς είπε <<χαρά γίνεται ενώπιον τών αγγέλων τού θεού επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι:>> (Λουκ. ιε' 10) Καί εκεί κάπου θά πρέπει όλοι εμείς να φωνάξουμε - δυνατά " Ώ απροσμέτρητο , τό πλάτος , τό βάθος αλλά καί τό ύψος τής αγάπης καί τό έλεος τού θεού και πατέρα μας" . Αμήν