Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Η ΣΥΛΛΗΨΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΗΣ, ΜΗΤΡΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (9 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ) 2020

Η ΣΥΛΛΗΨΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΗΣ, ΜΗΤΡΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

(9 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ)






«Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, θέλοντας να ετοιμάσει για τον Εαυτό Του έμψυχο και άγιο οίκο για κατοικία Του, απέστειλε τον άγγελο Αυτού προς τους Δικαίους Ιωακείμ και Άννα (από τους οποίους θέλησε να προέλθει η κατά σάρκα μητέρα Του) και προμήνυσε τη σύλληψη της άγονης και στείρας Άννας, για να καταστήσει βέβαιη τη γέννηση της Παρθένου. Γι’  αυτό και συνελήφθη η αγία Παρθένος Μαρία και γεννήθηκε, όχι όπως μερικοί λένε, επτά μηνών ή χωρίς άνδρα, αλλά γεννήθηκε σε εννέα τέλειους μήνες, όπως και από υπόσχεση μεν Θεού, από συνάφεια όμως και σπορά άνδρα. Διότι μόνος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός γεννήθηκε από την αγία Παρθένο Μαρία απορρήτως και ανερμηνεύτως, καθώς γνωρίζει μόνος Εκείνος, χωρίς των θελημάτων της σαρκός, και ενώ είναι τέλειος Θεός προσέλαβε όλη την τελειότητα της κατά σάρκα οικονομίας Του, όπως δημιούργησε και έπλασε τη φύση των ανθρώπων από την αρχή.
Αυτήν λοιπόν την ημέρα πανηγυρίζουμε, διότι υπενθυμίζει τους χρησμούς που δόθηκαν από άγγελο, ο οποίος ευαγγελίστηκε την αγία  σύλληψη της αγνής Θεομήτορος. Αυτούς τους χρησμούς εκπληρώνοντας ο Θεός που δημιούργησε  τα σύμπαντα εκ του μηδενός, διέγειρε τη στείρα κοιλιά για να καρποφορήσει. Και έκανε παιδοτόκο μητέρα κατά παράδοξο τρόπο αυτήν που έφτασε σε βαθειά γεράματα  χωρίς παιδιά, δίνοντάς της τη χάρη αυτή σαν άξιο τέλος της δίκαιης αίτησης των Δικαίων. Από αυτό το δώρο του Θεού σε αυτούς, δηλαδή την Παναγία, έμελλε ο Ίδιος  να γεννηθεί ως ενσαρκωθείς Θεός -  καθώς ευδόκησε οι σώφρονες αυτοί να την γεννήσουν, αυτήν δηλαδή που προορίστηκε και εκλέχτηκε από όλες τις γενιές.  Τελείται δε αυτή η Σύναξη στον σεβάσμιο οίκο της Θεοτόκου, που βρίσκεται στα Ευόρανα, πλησίον της αγιωτάτης Εκκλησίας».

Το πρώτο που τονίζει η ακολουθία της εορτής, η οποία και αυτή στηρίζεται σε πηγές πέραν της Καινής Διαθήκης – δείγμα, είχαμε πει σε ανάλογο προβληματισμό άλλης εορτής για την Παναγία, της ελευθερίας της ίδιας της Εκκλησίας να προσλαμβάνει υλικό και έξω από την Αγία Γραφή, όταν βλέπει ότι είναι αληθινό – το πρώτο λοιπόν που τονίζει είναι το γεγονός ότι η σύλληψη και η γέννηση ενός παιδιού δεν είναι θέμα μόνον των γονιών του. Πολλά ζευγάρια, και μάλιστα χωρίς να έχουν ιδιαίτερο ιατρικό πρόβλημα, αδυνατούν να τεκνοποιήσουν, με αποτέλεσμα να θλίβονται, να αγχώνονται, να προσπαθούν να εξεύρουν διάφορες λύσεις προς υπέρβασή του. Για την πίστη της Εκκλησίας μας, η σύλληψη και η γέννηση είναι θέμα συνεργασίας του ζεύγους και της ίδιας της ενέργειας του Θεού. «Ο Θεός διανοίγει την μήτραν της γυναικός» μας διδάσκει ο λόγος του Θεού, που σημαίνει ότι ο άνθρωπος ως ζεύγος προσφέρει τον εαυτό του και ο Θεός ενεργοποιεί και μεταποιεί την προσφορά αυτή, ώστε να υπάρξει η καρποφορία. Δεν έχει σημασία αν έχει επίγνωση αυτής της πραγματικότητας τις περισσότερες φορές ο άνθρωπος. Η ενέργεια του Θεού λειτουργεί, έστω και κατά τρόπο ανεπίγνωστο από πολλούς, όπως αντιστοίχως συμβαίνει και με την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου και του κάθε όντος επί γης, που η ενέργεια του Θεού τα φέρνει σε φως και τα διακρατεί, είτε υπάρχει η πίστη σ’ Αυτόν είτε όχι. «Ο γαρ Θεός εστίν ο διδούς πάσι ζωήν και πνοήν και τα πάντα», κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου στους Αθηναίους στον Άρειο Πάγο.

Η ατεκνία λοιπόν ενός ζεύγους εξαρτάται και από το θέλημα του Θεού, που σημαίνει λειτουργεί εν προκειμένω κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο του Ίδιου, το οποίο συνήθως το ζεύγος αδυνατεί να το κατανοήσει παρά μόνον μετά από μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα. Η επίγνωση όμως της συνεργείας αυτής, Θεού και ανθρώπου, για ένα τόσο μεγάλο έργο: τον ερχομό στον κόσμο ενός παιδιού, μπορεί να ενεργοποιήσει την προσευχή του ανθρώπου, την εκζήτηση από Αυτόν της χάρης Του, ώστε να «μεταβάλει» ακόμη και αυτό το σχέδιό Του. Και πράγματι, όχι λίγες φορές, ο Θεός μεταστρέφεται, υπακούοντας στο αίτημα των ανθρώπων, και δίνει τη χάρη της καρποφορίας στη γυναίκα και την υπέρβαση επομένως της ατεκνίας της.

Τον προβληματισμό αυτό τον βλέπουμε, όπως είπαμε, έντονα και στη συγκεκριμένη εορτή της συλλήψεως της αγίας Άννης. Άτεκνο το άγιο ζεύγος του Ιωακείμ και της Άννης, δεν χάνει όμως την ελπίδα του στον Θεό. Και μάλιστα σε εποχή για τους Ιουδαίους,  που η ατεκνία θεωρείτο μέγα όνειδος, ντροπή, αφού αποδείκνυε ότι το συγκεκριμένο ζεύγος δεν μπορούσε να θεωρηθεί μέσον ερχομού του Μεσσία στον κόσμο. Και γι’ αυτό αποδύεται σε προσευχή. Η δραματική ένταση των ύμνων εν προκειμένω φτάνει στο απώγειό της: «Αδωναΐ Σαβαώθ, το της απαιδίας οίδας όνειδος∙ αυτός την οδύνην μου, της καρδίας διάλυσον, και τους της μήτρας, καταρράκτας διάνοιξον, και την άκαρπον, καρποφόρον ανάδειξον». (Κύριε των Δυνάμεων, γνωρίζεις την ντροπή της απαιδίας. Συ λοιπόν διάλυσε την οδύνη της καρδιάς μου και διάνοιξε τους καταρράκτες της μήτρας και ανάδειξέ με, εμένα που είμαι άκαρπη, καρποφόρο).  Και η προσευχή της εισακούεται. Ο Θεός επιβλέπει επί το άγιο ζεύγος. «Πάλαι προσευχομένη πιστώς, Άννα η σώφρων και Θεώ ικετεύουσα, Αγγέλου φωνής ακούει, προσβεβαιούντος αυτή, την των αιτουμένων θείαν έκβασιν». (Παλαιά καθώς προσευχόταν με πίστη η Αννα η σώφρων και ικέτευε τον Θεό, ακούει φωνή Αγγέλου, που την βεβαίωνε ότι ο Θεός θα πραγματοποιήσει τις προσευχές της). «Υπήκουσε της Άννης Θεός τους στεναγμούς και προσέσχε Κύριος δεήσει τη αυτής». (Υπάκουσε ο Θεός τους στεναγμούς της Άννας και πρόσεξε ο Κύριος τη δέησή της).

Το γεγονός της επέμβασης του Θεού, που τη στείρωση την κάνει καρπογονία, το προσλαμβάνει ο υμνογράφος για να το διευρύνει και επί πνευματικού επιπέδου: πέρα από το ότι κάνει αναδρομή στο παρελθόν για να δείξει αντίστοιχες καταστάσεις της Παλαιάς Διαθήκης – «Συ ο τη Σάρρα δους ποτέ εν γήρα βαθυτάτω…υιόν τον μέγαν Ισαάκ∙ συ ο διανοίξας την στειρεύουσαν νηδύν της Άννης, Παντοδύναμε, μητρός Σαμουήλ του προφήτου σου» (Συ, παντοδύναμε, που έδωσες κάποτε σε βαθύτατο γήρας στη Σάρρα υιό, τον μέγα Ισαάκ, συ που διάνοιξες τη στείρα κοιλιά  της Άννας, της μητέρας του προφήτου σου Σαμουήλ) – θεωρεί ότι ο Θεός, όπως παλιά, όπως τώρα με την Άννα, κατεξοχήν όμως μετά τον ερχομό Του στον κόσμο, μπορεί την άνυδρη και χωρίς χάρη ανθρώπινη φύση να την μεταβάλει και να της δώσει τη δροσιά που πρέπει, ώστε να καρποφορήσει. «Η του κόσμου σήμερον χαρά, λόγω προκηρύττεται, και μητρικάς οδύνας εις ευφρόσυνον χαρμονήν μεθίστησι, και πολύτεκνον την της φύσεως στείρωσιν έσεσθαι μηνύει, έργοις τοις της χάριτος πληθύνουσαν». (Η χαρά του κόσμου σήμερα προκηρύσσεται με λόγο και αλλάζει τις μητρικές οδύνες σε χαρά ευφροσύνης, και φανερώνει ότι η στείρωση της φύσης θα γίνει καρποφόρα, που πληθαίνει με τα έργα της χάρης). Κι αυτό σημαίνει ότι εμείς που ζούμε πια μετα Χριστόν, σε οποιαδήποτε κατάσταση ξηρασίας και αν βρισκόμαστε, πνευματική ή ηθική, αν στραφούμε με πίστη στον Θεό, θα δούμε τη θαυματουργική επέμβασή Του. Ο Θεός θα διανοίξει τις πόρτες της καρδιάς μας, ώστε να πλημμυρίσουμε από την παρουσία της χάρης Του. Αρκεί να υπομένουμε και να επιμένουμε.

Κι είναι περιττό βεβαίως και να σημειώσουμε ότι η σύλληψη της αγίας Άννης αποτελεί εορτή της Εκκλησίας μας όχι πρωτίστως για να δείξει το αποτέλεσμα της υπομονής και της επιμονής στη δέηση του Θεού, αλλά διότι με τη σύλληψή της αυτή μπαίνουν οι βάσεις για τη γέννηση Εκείνης, η οποία σαν νέος ουρανός θα έφερνε τον κόσμο τον ήλιο Χριστό, τον Σωτήρα του κόσμου. Με την προοπτική του ερχομού του Κυρίου φωτίζεται και αυτή η εορτή, συνεπώς είναι μία ακόμη αφορμή δοξολογίας του αγίου ονόματός Του. «Ο νέος ουρανός, εν κοιλία της Άννης τεκταίνεται Θεού παντουργού επινεύσει∙ εξ ου και επέλαμψεν ο ανέσπερος ήλιος, κόσμον άπαντα φωταγωγών ταις ακτίσι της Θεότητος» (Ο νέος ουρανός, δηλαδή η Παναγία,  με τη θέληση του παντουργού Θεού φτιάχνεται στην κοιλιά της Άννας. Από αυτόν τον ουρανό έλαμψε δυνατά και ο ανέσπερος ήλιος, δηλαδή ο Χριστός, που δίνει φως σε όλον τον κόσμο με τις ακτίνες της θεότητας).

Κυριακή , 9Δεκεμβρίου 2018 ΕΟΡΤΗ & ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΜΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ - ΕΟΡΤΑΖΕΙ Ο ΣΕΠΤΟΣ ΠΟΙΜΕΝΑΡΧΗΣ ΜΑΣ



Κυριακή ,  9Δεκεμβρίου 2018
ΕΟΡΤΗ & ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΜΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ - ΕΟΡΤΑΖΕΙ Ο ΣΕΠΤΟΣ ΠΟΙΜΕΝΑΡΧΗΣ ΜΑΣ

ΕΟΡΤΗ ΚΑΙ ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΜΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 
ΕΟΡΤΑΖΕΙ Ο ΣΕΠΤΟΣ ΠΟΙΜΕΝΑΡΧΗΣ ΜΑΣ
ΤΙΜΗ & ΔΟΞΑ 
ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΟΠΙΚΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ 
ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΝ ΜΑΣ  

Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἀμβροσίου Ἐπισκόπου Μεδιολάνων


Συναξάριον.
Τῇ Ζ´ τοῦ αὐτοῦ μηνὸς (Δεκεμβρίου) μνήμη τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀμβροσίου, Ἐπισκόπου Μεδιολάνων.
Στίχοι.
Τὸ φθαρτὸν Ἀμβρόσιος ἐκδὺς σαρκίον,
Θείας μετέσχεν ἀμβροσίας ἀξίως.
Ἑβδόμῃ Ἀμβρόσιος ποτὶ ἄμβροτον ἤλυθεν οὖδας.
Οὗτος γέγονεν ἐκ τῆς μεγαλοδόξου πόλεως Ῥώμης, εἷς ὢν τῆς Συγκλήτου, καὶ ἀεὶ τὴν ἀλήθειαν τηρῶν ἔν τε λόγοις καὶ ἔργοις· προσφυῶς γὰρ ζυγός τις ὤν, καὶ στάθμη περὶ τὸ δίκαιον, οὐχ ἑτεροκλινῆ ἐν τοῖς προσπίπτουσι ποιούμενος τὴν ἀπόφασιν, ἀλλ᾿ ἀπαρέγκλιτον καὶ ὀρθήν· διά τοι τοῦτο καὶ τὴν ἡγεμονίαν ἐπιστεύθη ἁπάσης τῆς Ἰταλίας παρὰ τῶν εὐσεβῶν βασιλέων, Κωνσταντίνου καὶ Κώνσταντος, τῶν υἱῶν τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Οὔπω δὲ καταρτισθεὶς τῷ θείῳ Βαπτίσματι, ἀλλ᾿ ἔτι ὢν ἐν τοῖς Κατηχουμένοις, οὐδέν τι μεῖον εἰς ἀρετὴν καὶ βίου καθαρότητα τῶν μετειληφότων τῶν Μυστηρίων καθίστατο. Ὅθεν καὶ κρίσει τοῦ βασιλέως Οὐαλεντινιανοῦ, Ἀρχιερεὺς τῆς ἐν Μεδιολάνοις Ἐκκλησίας, κατ᾿ ἐκεῖνο καιροῦ τοῦ Προέδρου τὸν βίον ἀπολιπόντος, ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος προχειρίζεται, ὁμοῦ τε τῷ Βαπτίσματι τελεσθεὶς καὶ κατὰ τὴν τάξιν τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς βαθμοὺς διελθὼν καὶ ἐπὶ τὸν ἔσχατον προελθών. Καλῶς δὲ τὴν εὐσέβειαν καὶ ὀρθῶς διδάσκων καὶ τὴν Ἐκκλησίαν πάσης αἱρέσεως ἀμέθεκτον διατηρήσας καὶ συνήγορος γεγονὼς τοῖς κατὰ Ἀρείου καὶ Σαβελλίου καὶ Εὐνομίου αἱρέσεων ἀγωνιζομένοις καὶ ὑπὲρ τῆς εὐσεβοῦς Πίστεως διάφορα βιβλία συντάξας καὶ τὸν βασιλέα Θεοδόσιον, ἀπὸ τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ μιαιφονίας καταλαβόντα τὴν Μεδιόλανον πόλιν, τῶν θείων εἰσόδων τῆς Ἐκκλησίας κωλύσας καὶ εἰς ὑπόμνησιν ἀγαγών, ὧν τετόλμηκε καὶ ὁπόση τις διαφορὰ καθέστηκεν, ἀναμεταξὺ ἱερωμένου τε καὶ λαϊκοῦ καὶ βασιλέως, αὐτὸν διδάξας καὶ παραινέσας μὴ προπετῶς οὕτω καὶ ἀναιδῶς τῶν θείων κατατολμᾶν, ἐν γήρᾳ καλῷ καταλύει τὸν βίον.


ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ
Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος ἐγεννήθη περὶ τὸ 340 μ.Χ. εἰς τὴν πόλιν Τρέβηρα τῆς Πρωσσίας. Ὁ πατήρ του ὠνομάζετο ἐπίσης Ἀμβρόσιος καὶ ἦτο χριστιανός. Ἀνῆκε δὲ εἰς εὐγενῆ οἰκογένειαν, πολλὰ μέλη τῆς ὁποίας κατέλαβον ὑψηλὰ ἐν τῇ πολιτείᾳ ἀξιώματα· ὁ ἴδιος δὲ ὑπῆρξε διοικητὴς τῆς Γαλλίας. Ἀποθανόντος τοῦ πατρὸς τοῦ ἁγίου, ὅτε ἀκόμη ἦτο οὗτος μικρὸν παιδίον, ἡ μήτηρ του ἐγκατεστάθη εἰς Ῥώμην, ἵνα ἐπιμεληθῇ τῆς μορφώσεώς του. Ὁ Ἀμβρόσιος ἀπὸ τῆς μικρᾶς του ἡλικίας ἀπέδειξεν διὰ τῶν πνευματικῶν του χαρισμάτων καὶ τῆς διαγωγῆς του, ὁποίαν ἐν τῇ κοινωνίᾳ ἔμελλε νὰ καταλάβῃ θέσιν. Διεκρίνετο μεταξὺ τῶν συμμαθητῶν τοῦ ὄχι μόνον διὰ τὴν μεγάλην του ἐπιμέλειαν καὶ ἐπίδοσιν εἰς τὴν ἐκμάθησιν τῆς ἑλληνικῆς καὶ λατινικῆς φιλολογίας, τῆς φιλοσοφίας, τῶν νομικῶν καὶ τῶν ἄλλων ἐγκυκλίων μαθημάτων, ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ σεμνὸν καὶ σοβαρόν του ἦθος.
Μετὰ λαμπρὰς ἐν Ρώμῃ σπουδὰς μετέβη εἰς Μεδιόλανα, τὸ σημερινὸν Μιλάνον καὶ ἤσκησεν ἐκεῖ κατ᾿ ἀρχὰς τὸ ἐπάγγελμα τοῦ συνηγόρου, ἀγαπώμενος καὶ ἐκτιμώμενος ὑπὸ πάντων. Τοιαύτη δὲ ὑπῆρξεν ἡ εὐδοκίμησίς του ἐν τῇ κοινωνίᾳ, ὥστε ὁ αὐτοκράτωρ τῆς Δύσεως Οὐαλεντιανὸς διώρισεν αὐτὸν τῷ 373 διοικητὴν τῶν ἐπαρχιῶν Λιγυρίας καὶ Αἰμιλίας μὲ ἕδραν τὰ Μεδιόλανα. Ὁ Ἀμβρόσιος δὲν διέψευσε τὰς προσδοκίας τοῦ αὐτοκράτορος καὶ τοῦ λαοῦ, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε πραγματικὸς πατὴρ φιλόστοργος. Ἦτο τὸ ἀντικείμενον τῆς κοινῆς ἀγάπης καὶ ἐμπιστοσύνης, ὡς ἀπεδείχθη ἐφεξῆς.
Ἀποθανόντος δηλ. τοῦ ἐπισκόπου Μεδιολάνων ἤριζον οἱ χριστιανοί, ὄντες διηρημένοι εἰς ὀρθοδόξους καὶ ἀρειανούς, διότι ἑκατέρα τῶν δύο μερίδων ἤθελεν ὁ μέλλων ἐπίσκοπος νὰ ἐκλεγῇ ἐκ τῆς τάξεώς της. Οἱ διὰ τὴν ἐκλογὴν συνελθόντες ἐπίσκοποι εὑρίσκοντο εἰς ἀμηχανίαν, ἠπειλοῦντο δὲ ταραχαὶ καὶ συγκρούσεις, πρὸς πρόληψιν τῶν ὁποίων ὁ Ἀμβρόσιος ὡς διοικητὴς ἦλθεν εἰς τὴν ἀγοράν. Εἰς τὴν δύσκολον αὐτὴν στιγμὴν ἓν παιδίον κατ᾿ ἔμπνευσιν θείαν ἐφώναξεν «ὁ Ἀμβρόσιος γενέσθω ἐπίσκοπος». Ἤρκεσαν αἱ λέξεις αὔται, ἵνα ἠλεκτρισθῇ ὁλόκληρον τὸ πλῆθος ὀρθοδόξων ἅμα καὶ ἀρειανῶν καὶ ἵνα τὰς ἐπαναλαμβάνῃ ὡς ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀμβρόσιος εὑρέθη εἰς στενόχωρον θέσιν· μετέβη εἰς τὴν ἀγορὰν νὰ τηρήσῃ τὴν τάξιν καὶ ἐξελέγετο ἐπίσκοπος τοσούτῳ μᾶλλον, ὅσω οὔτε κἂν εἶχεν εἰσέτι βαπτισθῆ ἀνήκων εἰς τὰς τάξεις τῶν κατηχουμένων Ἀλλὰ «φωνὴ λαοῦ, φωνὴ Θεοῦ». Καὶ πρὸ τῆς προδήλου ταύτης φωνῆς τοῦ Θεοῦ, ἐκλεγόμενος διὰ τῆς κοινῆς βοῆς λαοῦ καὶ κλήρου, ἠναγκάσθη νὰ ὑποχωρήσῃ καὶ δεχθῇ τὸ προσφερόμενον εἰς αὐτὸν ὑψηλὸν ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης. Ἐβαπτίσθη συντόμως καὶ ἐχειροτονήθη ἐντὸς ὀκτὼ ἡμερῶν εἰς διάκονον καὶ πρεσβύτερον καὶ τῇ 7ῃ Δεκεμβρίου 364 εἰς ἐπίσκοπον.
Ὁ Ἀμβρόσιος ἐπίσκοπος γενόμενος διένειμε τὴν μεγάλην του περιουσίαν εἰς τοὺς πτωχούς, κρατήσας μόνον τὰ ἀπαραιτήτως ἀναγκαῖα δι᾿ ἑαυτὸν καὶ τὰ βιβλία του. Ὡς ἐπίσκοπος διεκρίθη μεταξὺ ἄλλων ἰδιαίτατα διὰ τὴν πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς πάσχοντας ἀγάπην του. Πολλάκις ἐπώλει τὸν πολύτιμον διάκοσμον τῶν ναῶν, ἵνα ἐξαγοράζῃ χριστιανοὺς αἰχμαλώτους τῶν εἰδωλολατρῶν. Οἱ ἐχθροί του ἀρειανοὶ κατηγόρησάν ποτε αὐτὸν διὰ τοῦτο· ἀλλ᾿ ὁ ἐπίγνωσιν βαθεῖαν τῶν ὑποχρεώσεών του ἔχων Ἀμβρόσιος ἀπήντησεν, τί τὴν ψυχὴν τῶν χριστιανῶν αἰχμαλώτων, οἱ ὁποῖοι διέτρεχον τὸν κίνδυνον νὰ ἐκβιασθοῦν νὰ ἀρνηθοῦν τὸν χριστιανισμόν, ἐθεώρει πολυτιμοτέραν τοῦ χρυσοῦ καὶ ἀργυροῦ διακόσμου τῶν ναῶν.
Ὁ Ἀμβρόσιος τὸ ἀξίωμα τὸ ἐπισκοπικὸν δὲν ἐξέλαβεν ὡς εὐκαιρίαν ἀναπαύσεως, ἀλλ᾿ ὡς «ἔργον», κατὰ τὸν Ἀπ. Παῦλον. Ἐργαζόμενος νυχθημερόν, ἵνα ἐπαρκέσῃ εἰς τὰ ποιμαντορικά του καθήκοντα, ἐπεδόθη ἀμέσως ἀπὸ τῆς χειροτονίας του εἰς τὴν βαθεῖαν μελέτην τῆς Ἁγίας Γραφῆς πρὸς τέλειον καταρτισμόν του εἰς τὸ θεῖον κήρυγμα, τὸ ὁποῖον ἐθεράπευσε μετ᾿ ἰδιαιτέρας ἐπιμελείας μέχρι θανάτου, κηρύττων ἀνελλιπῶς καθ᾿ ἑκάστην Κυριακὴν καὶ πολλάκις τῆς ἑβδομάδος, ἐνίοτε δὲ καὶ δὶς τῆς ἡμέρας. Γνωρίζων δὲ καλῶς, τί τὸ κήρυγμα τῶν θείων ἀληθειῶν ἄνευ τῆς ὑπὸ τοῦ κηρύττοντος ἐφαρμογῆς αὐτῶν ἐν τῇ ἰδίᾳ ζωῇ οὐδὲν ἢ σχεδὸν οὐδὲν ὠφελεῖ, ἐὰν καὶ δὲν βλάπτῃ ἐνίοτε, ὁ Ἀμβρόσιος ὑπῆρξεν ἡ ζῶσα εἰκὼν τῶν ὑπ᾿ αὐτοῦ κηρυττομένων ἀληθειῶν. Καὶ τὰς ἀληθείας ταύτας ἐφήρμοζε πάντοτε οὐδέποτε ἀποβλέπων εἰς πρόσωπα, ὅσον δήποτε ὑψηλὰ καὶ ἂν εὑρίσκοντο. Οὐδεμίαν ἐδέχετο ὑποχώρησιν εἰς τὰς ἠθικάς του ἀρχάς, ἀπαράμιλλον δὲ ὑπῆρξε τὸ ἠθικόν του σθένος.
Οὕτως ὅτε ἡ χήρα αὐτοκράτειρα Ἰουλίνη, ἡ προσκείμενη εἰς τὸν ἀρειανισμόν, τὸν ὁποῖον μετὰ πολλῆς ἐπιτυχίας ἐπολέμησε καὶ περιώρισεν ἐν Μεδιολάνοις ὁ Ἀμβρόσιος, ἐζήτησε διὰ τοῦ υἱοῦ της, αὐτοκράτορος Οὐαλεντιανοῦ τοῦ Β´, νὰ παραχωρήσῃ εἰς τοὺς ἀρειανοὺς ναὸν ἔξω της πόλεως εὑρισκόμενον, ὁ ἐπίσκοπος θεωρῶν τὴν τοιαύτην παραχώρησιν καταπρόδοσιν τῶν καθηκόντων του καὶ τῆς ὀρθοδοξίας, ἠρνήθη διαῤῥήδην εἰπῶν «τὰ τοῦ καίσαρος τῷ καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ - Εἰς τὸν καίσαρα ἀνήκουν τὰ ἀνάκτορα καὶ εἰς τὸν Ἱερέα ὁ ναός». Ὁ αὐτοκράτωρ ἔστειλε στρατιώτας, ἵνα συλλάβουν τὸν ἀπειθῆ καὶ ἀτίθασον ἐπίσκοπον καὶ ἵνα καταλάβουν διὰ τῆς βίας τὸν ναόν. Ὁ Ἀμβρόσιος ἔμεινεν ἀπτόητος· καθ᾿ ὃν χρόνον οἱ στρατιώται περιεκύκλουν τὸν ναόν, αὐτὸς γαληνιαῖος ἐξηκολούθει τὸ κήρυγμά του, συστήσας εἰς τὸ ἐκκλησίασμα, τὸ ἕτοιμον νὰ προστατεύσῃ τὸν ἐπίσκοπόν του, νὰ μὴ προβάλῃ ἀντίστασιν πρὸς ἀποφυγὴν αἱματοχυσίας. Τοιαύτη ὅμως ἦτο ἡ γοητεία, τοιοῦτον τὸ ἠθικόν του κῦρος καὶ ἡ ἐπιβολή, ὥστε μέρος μὲν τῶν στρατιωτῶν, ὅτε ἀντίκρυσε τὸν ἐπίσκοπον, ἠρνήθη ἵνα συμμορφωθῇ πρὸς τὰς διαταγὰς τοῦ αὐτοκράτορος, οὗτος δὲ ὠριμώτερον καὶ ψυχραιμότερον σκεφθείς, προλαμβάνων δὲ καὶ τὴν ἀπειλουμένην στάσιν, ἀνεκάλεσε τὴν διαταγήν του, καὶ ὁ ἐπίσκοπος ἐξῆλθε νικητὴς μὲ τὴν ἐνισχύουσαν χάριν τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλ᾿ ἡ βασιλομήτωρ δὲν ἡσύχασε· μετὰ ἓν ἔτος, τῷ 386, ἐξώθησε τὸν αὐτοκράτορα υἱόν της νὰ ἐπαναλάβῃ ἐντονώτερον τὴν ἀπαίτησίν του περὶ παραδόσεως τοῦ ναοῦ εἰς τοὺς ἀρειανούς. Ἀλλ᾿ ὁ Ἀμβρόσιος ἔμεινε καὶ πάλιν ἀπτόητος καὶ ἀκλόνητος· «ὅταν ὁ ἀσεβὴς βασιλεὺς Ἀχαάβ, ἀπήντησεν, ἐζήτησεν ἀπὸ τὸν Ναβουθὰν νὰ παραδώση εἰς αὐτὸν τὸν ἐκ πατρικῆς κληρονομιᾶς ἀμπελῶνα, ὁ Ναβουθὰν ἠρνήθη - ἀρνοῦμαι, προσέθηκε, νὰ παραδώσω καὶ ἐγὼ τὴν κληρονομίαν τοῦ Χριστοῦ, τὴν κληρονομίαν τῶν πατέρων μου». Ὁ αὐτοκράτωρ ὀργισθεὶς διέταξε τὴν σύλληψιν καὶ ἐξορίαν τοῦ Ἀμβροσίου· ἀλλ᾿ οὗτος φρουρούμενος ὑπὸ τῶν ἀφοσιωμένων εἰς αὐτὸν χριστιανῶν του ἔμεινε ἐπὶ ἡμέρας ἐντὸς τοῦ ναοῦ, μέχρις οὗ ὁ αὐτοκράτωρ κατιδὼν τοὺς κινδύνους, οὓς ἠπείλει ἡ ἐπιμονή του εἰς τὴν παράνομον ἀξίωσίν του, ἀνεκάλεσε ὁριστικῶς τὴν προηγουμένην διαταγήν του.
Ὅλως ὅμως ἰδιαιτέρως ἀνεδείχθη καὶ ἔλαμψε τὸ θάρρος καὶ τὸ ἠθικὸν κῦρος τοῦ Ἀμβροσίου εἰς τὰς σχέσεις του πρὸς τὸν αὐτοκράτορα τῆς Ἀνατολῆς Θεοδόσιον τὸν Μέγαν, τὸν ὁποῖον γεγονότα πολεμικὰ ἔφεραν εἰς Μεδιόλανα. Ὅτε δηλ. ἐπληροφορήθη ἐν Μεδιολάνοις ὁ Θεοδόσιος τῷ 388, τί οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ τῆς ἐν Μεσοποταμίᾳ πόλεως Καλλίνικον, παρενοχλούμενοι συνεχῶς ὑπὸ τῶν ἀρειανῶν καὶ τῶν ἰουδαίων, ἀπολέσαντες τὴν ὑπομονήν των καὶ ἐν στιγμαῖς παραφορᾶς ἐξ ἀγανακτήσεως ἔκαυσαν τὸν ναὸν τῶν ἀρειανῶν καὶ τὴν συνανωγὴν τῶν Ἰουδαίων, θέλων νὰ τιμωρήσῃ μὲν τὴν αὐτοδικίαν, νὰ ἀποδείξη δέ, τί οἱ ὑπήκοοί του ἀσχέτως θρησκευτικῶν πεποιθήσεων ἦσαν ἴσοι πρὸ αὐτοῦ, δικαιούμενοι τῆς αὐτοκρατορικῆς προστασίας, διέταξεν, ἵνα ὁ ἐπίσκοπος τῆς πόλεως ἀνεγείρῃ ἐξ ἰδίων τὰς πυρποληθείσας οἰκοδομάς. Καὶ ἡ μὲν ἀπόφασις τοῦ αὐτοκράτορος ἦτο δικαία, ἀλλ᾿ ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ ἀποθρασυνθοῦν οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι καὶ νὰ ἐπαναλάβουν ζωηρότερον τὰς ὀχλήσεις των, νὰ ταπεινωθῇ δὲ καὶ ἡ Ἐκκλησία Καλλινίκου ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ ἐπισκόπου της. Ὁ Ἀμβρόσιος ἐξέθηκε τὰ ἀνωτέρω εἰς τὸν ὠργισμένον αὐτοκράτορα καὶ ἔπεισεν αὐτὸν νὰ ἀνακαλέσῃ τὴν ταπεινωτικὴν διὰ τὴν Ἐκκλησίαν διαταγήν του.
Ἀλλ᾿ ἐπέπρωτο νὰ ἔλθῃ εἰς σύγκρουσιν σφοδρὰν μετ᾿ αὐτοῦ ἐκ τῆς ἑξῆς αἰτίας, σύγκρουσιν, ἡ ὁποία ἔγινεν ἀφορμὴ νὰ ἀναδειχθῇ τὸ ἠθικὸν μεγαλεῖον τοῦ τε ἐπισκόπου καὶ τοῦ αὐτοκράτορος. Ἐν στάσει τινι δηλ. ἐν Θεσσαλονίκῃ τῷ 390 ὁ ὄχλος ἐφόνευσε τὸν στρατηγὸν καὶ ἀνωτέρους ἀξιωματικούς. Ὁ Θεοδόσιος πληροφορηθεὶς τὰ γενόμενα ἐξεμάνη καὶ διέταξε τὴν σκληρὰν τιμωρίαν τῆς πόλεως. Οὔτω παρασυρθεὶς ὁ λαὸς εἰς τὸ Ἱπποδρόμων κατεσφάγη, 7.000 δὲ πολιτῶν ἐπλήρωσαν μὲ τὸ αἷμα των τὸν φόνον τοῦ στρατηγοῦ καὶ τῶν ἀξιωματικῶν Ὅταν ὁ Ἀμβρόσιος ἐπληροφορήθη τὰ τῆς ἀγρίας σφαγῆς τόσων πολιτῶν, ὧν τὸ πλεῖστον ἦσαν ἀθῷοι, κατεταράχθη, ἀποστέργων δὲ νὰ συναντήσῃ τὸν αὐτοκράτορα, τοῦ ὁποίου αἱ χεῖρες ἀπέσταζον ἀπὸ τὸ αἷμα, ἀπεμακρύνθη τῶν Μεδιολάνων καταφυγὼν εἰς ἐξοχὴν καὶ ἐκεῖθεν δι᾿ ἐπιστολῆς του ἤλεγξε τὸν αὐτοκράτορα. «Τὸ ἁμάρτημά σου δὲν ἐξαλείφεται παρὰ μὲ δάκρυα καὶ εἰλικρινῆ μετάνοιαν, ἔγραφεν οὔτε αὖτοι οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἀρχάγγελοι δύνανται νὰ τὸ συγχωρήσουν μὲ ἄλλον τρόπον. Αὐτὸς ὁ Κύριος δὲν συγχωρεῖ παρὰ μόνον τοὺς μετανοοῦντας. Σὲ συμβουλεύω, σὲ προτρέπω, σὲ παραινῶ- δὲν τολμῶ νὰ τελέσω τὸ Μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἐὰν θελήσῃς νὰ παραστῇς κατ᾿ αὐτό». Ὁ Θεοδόσιος εὑρέθη εἰς δυσχερῆ θέσιν· ἡ γλῶσσα του ἐπισκόπου ἦτο πολὺ αὐστηρά· τῷ ἀπηγορεύετο ὁ ἐκκλησιασμός. Καὶ τὴν στέρησιν ταύτην ἠσθάνετο βαθέως, χωρὶς νὰ λάβωμεν ὑπ᾿ ὄψιν, τί ἐθίγετο καὶ τὸ αὐτοκρατορικόν του ἀξίωμα. Ἐθεώρει ἑαυτὸν καὶ ἀδικούμενον ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου καὶ ἄγαν αὐστηρῶς κρινόμενον, ἀφ᾿ οὗ ἐνεργήσας ὡς ἐνήργησεν ἐν Θεσσαλονίκῃ εἶχεν ὑπ᾿ ὄψει τὸ συμφέρον τοῦ Κράτους καὶ τὴν ἐμπέδωσιν τῆς τάξεως. Καὶ μὲ τὰς σκέψεις αὐτάς, ἀπεφάσισε νὰ μὴ λάβῃ ὑπ᾿ ὄψιν τὰς συστάσεις τοῦ ἐπισκόπου καὶ νὰ μεταβῇ εἰς τὸν ναόν. Ἀλλ᾿ ὁ Ἀμβρόσιος, πλήρης ζήλου ἱεροῦ καὶ ἄτεγκτος εἰς τὰς ἀποφάσεις του ἐξῆλθεν εἰς τὴν θύραν τοῦ ναοῦ καὶ ἀπηγόρευσε τὴν εἴσοδον εἰς τὸν αὐτοκράτορα· «δὲν ἐννοεῖς φαίνεται, ὦ βασιλεῦ, τῷ εἶπε, τὸ μέγεθος τῆς μιαιφονίας, τὴν ὁποίαν διέπραξας, οὔτε δὲ καὶ μετὰ τὴν πάροδον τοῦ θυμοῦ σου ἀνελογίσθης τὸ τολμηθέν, διότι ἴσως τὸ βασιλικόν σου ἀξίωμα σὲ ἐμποδίζει νὰ ἐννοήσῃς τὴν ἁμαρτίαν. Ἀνάγκη ὅμως νὰ λάβῃς ἐπίγνωσιν τῆς ἀνθρωπινῆς φύσεως, ἡ ὁποία εἶνε θνητὴ καὶ νὰ κατανόησες, τί ἀπὸ χῶμα προερχόμεθα καὶ εἰς χῶμα θὰ ἐπιστρέψωμεν καὶ νὰ μὴ ἀγνοῇς ἐξαπατώμενος ἀπὸ τὴν ἁλουργίδα τὴν βασιλικὴν τὴν ἀσθένειαν τοῦ ὑπ᾿ αὐτῆς καλυπτομένου σώματος. Ἄρχεις, ὦ βασιλεῦ, ἀνθρώπων τὴν αὐτὴν μὲ σὲ ἐχόντων φύσιν· ἄρχεις ὁμοδούλων διότι ἕνας εἶνε ὁ δεσπότης καὶ βασιλεὺς ἁπάντων, ὁ τῶν ἁπάντων δημιουργός. Μὲ ποίους λοιπὸν ὀφθαλμοὺς θὰ ἴδῃς τὸν ναὸν τοῦ κοινοῦ δεσπότου; Μὲ ποίους δὲ πόδας θὰ πάτησες τὸ ἅγιόν του δάπεδον; Πῶς δὲ θὰ ἐκτείνεις τὰς χεῖρας, ἀποσταζούσας ἀπὸ τὸ ἀδίκως χυθὲν αἷμα; Καὶ πῶς θὰ δεχθῇς ἐντὸς τοιούτων χειρῶν τὸ πανάγιον Σῶμα τοῦ Δεσπότου; Ἢ πῶς θὰ δεχθῇς τὸ τίμιον Αἷμα τοῦ Δεσπότου εἰς στόμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐξῆλθεν ἡ παράνομος διαταγὴ νὰ χυθῇ τόσον αἷμα; Φύγε λοιπὸν καὶ μὴ ἐπιχειρῇς δευτέραν παρανομίαν νὰ προσθέσῃς εἰς τὴν πρώτην καὶ δέξου τὸ ἐπιτίμιον, τὸ ὁποῖον μετ᾿ ἐμοῦ σοὶ ἐπιβάλλει ἄνωθεν ὁ Θεός, ὁ τῶν λῶν δεσπότης τὸ ἐπιτίμιον τοῦτο θὰ σὲ θεραπεύσῃ καὶ θὰ σοὶ ἀποδώσῃ τὴν ὑγείαν της ψυχῆς».
Ὑπῆρξε δραματικὴ ἡ σκηνή· αὐτοκράτωρ πανίσχυρος ἠλέγχετο δημοσία παρὰ τοῦ ἐπισκόπου ἐπὶ μιαιφονίᾳ, τῷ ἀπεκλείετο ἡ εἰς τὸν ναὸν εἴσοδος καὶ τῷ ἐπεβάλλετο νὰ συγκαταριθμηθῇ εἰς τὴν τάξιν τῶν μετανοούντων, ἵνα τύχη συγγνώμης. Θεοδόσιος ὁ Μέγας ἐδείχθη τῷ ὄντι μέγας κατὰ τὴν στιγμὴν ταύτην δὲν ὠργίσθη κατὰ τοῦ τολμηροῦ ἐπισκόπου· ἐν συντριβῇ καρδίας ὑπέμνησεν ἁπλῶς, τι καὶ ὁ Δαυῒδ ἥμαρτε ποτὲ διπλοῦν ἁμάρτημα. Ὁ Ἀμβρόσιος ἐπωφελήθη ἀπὸ τοὺς λόγους τούτους καὶ τῷ εἶπε· «Καθὼς λοιπὸν ἐμιμήθης τὸν Δαυῒδ εἰς τὴν ἁμαρτίαν, οὕτω πρέπει νὰ τὸν μιμηθῇς καὶ εἰς τὴν μετάνοιαν». Καὶ ὁ αὐτοκράτωρ τὸν ἐμιμήθη· ὑπετάγη εἰς τὸ παράγγελμα τοῦ ἐπισκόπου· ἀνεχώρησε· καὶ μετὰ ὀκτὼ μῆνας μετανοίας καὶ δακρύων ἐγένετο δεκτὸς εἰς τὴν θείαν κοινωνίαν κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Χριστουγέννων, ἀφ᾿ οὗ ἐξωμολογήθη δημοσίᾳ ἐν τῷ ναῷ τὸ ἁμάρτημά του καὶ ἐζήτησε πρηνὴς συγγνώμην παρὰ τοῦ ἐπισκόπου.
Ὁ ζηλωτὴς ἐπίσκοπος ἀπηγόρευσεν ἐπίσης εἰς τοὺς βασιλεῖς νὰ μένωσιν ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὡς συνήθιζον ἄχρι τότε, διότι «ἡ βασιλικὴ ἁλουργὶς κάμνει βασιλεῖς καὶ ὄχι ἱερεῖς» καὶ ὤρισε τόπον παραμονῆς των τὸν χῶρον ἔξω ἀμέσως πρὸ τοῦ Ἱεροῦ Βήματος.
Ἔχων ὑπ᾿ ὄψιν ὁ Ἀμβρόσιος τί πολλαὶ πλάναι συμβαίνουσι κατὰ τὰς δίκας καὶ τί πολλοὶ ἀδίκως καταδικάζονται καὶ δὴ καὶ εἰς θάνατον, ἔπεισε τὸν αὐτοκράτορα Γρατιανὸν νὰ ἐκδώση διάταγμα νὰ μὴ ἐκτελῶνται αἱ θανατικαὶ ποιναὶ πρὶν ἢ παρέλθῃ μὴν ἀπὸ τῆς καταδικαστικῆς ἀποφάσεως, ὥστε νὰ μεσολαβῇ χρόνος ἱκανὸς διὰ τὴν ἐπανόρθωσιν γενομένης τυχὸν ἀδικίας.
Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος κοσμούμενος μὲ ἀμφιλαφῆ θύραθεν καὶ ἐκκλησιαστικὴν μόρφωσιν, διακρινόμενος δὲ ἐπὶ αὐστηρὰ ὀρθοδοξίᾳ μετεῖχε τῆς γενικωτέρας ἐκκλησιαστικῆς κινήσεως τῆς ἐποχῆς τοῦ δίδων τὴν προσήκουσαν κατεύθυνσιν εἰς αὐτήν, μετέσχε δὲ τῷ 381 τῆς ἐν Ἀκυληΐᾳ Συνόδου καθ᾿ ἣν καθηρέθησαν οἱ ἀρειανοὶ ἐπίσκοποι Παλλάδιος καὶ Σεκουδιανός. Τῷ 382 προήδρευσε τῆς ἐν Μεδιολάνοις Συνόδου τῶν ἐπισκόπων της Ἰταλίας κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀπολλιναρίου, ἔλαβε δὲ μέρος καὶ εἰς τὴν ἐν Ρώμῃ Σύνοδον τὴν συγκληθεῖσαν ὑπὸ τοῦ πάπα Δαμάσου. Τῷ 391 μετέσχε τῆς ἐν Καπύῃ Συνόδου.
Αἱ ποιμαντορικαι καὶ λοιπαι ἀπασχολήσεις τοῦ Ἀμβροσίου δὲν ἠμπόδιζον αὐτὸν νὰ ἀσχολῆται καὶ εἰς μελέτας ἐπιστημονικὰς καὶ νὰ ἀνάπτυξη ἀξιόλογον συγγραφικὴν δρᾶσιν. Συγγράμματα αὐτοῦ εἶνε: 1) Ὁμιλίαι εἰς τὴν ἑξαήμερον· 2) Περὶ παραδείσου· 3) Περὶ Ἄβελ καὶ Κάιν· 4) Περὶ Νῶε καὶ τῆς κιβωτοῦ· 5) Περὶ τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ· 6) Περὶ τοῦ ἀγαθοῦ τοῦ θανάτου· 7) Περὶ Ἰακὼβ καὶ τῆς μακαρίας ζωῆς· 8) Περὶ τοῦ πατριάρχου Ἰωσήφ· 9) Περὶ Ἠλιοὺ καὶ νηστείας· 10) Περὶ Ναβουθαὶ καὶ τῶν πτωχῶν· 11) Περὶ Τωβὶτ ἢ κατὰ τοκιζόντων· 12) Δύο ἀπολογίαι τοῦ προφήτου Δαυΐδ· 13) Ἐξηγήσεις εἰς τινὰς ψαλμούς· 14) Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον· 15) Ὑπόμνημα εἰς τὸ ᾌσμα τῶν Ἀσμάτων· 16) Περὶ καθηκόντων τῶν λειτουργῶν· 17) Περὶ τῶν χηρῶν· 18) Περὶ παρθενίας· 19) Πρὸς παρθένον ἐκπεσοῦσαν· 20) Περὶ τῶν μυστηρίων· 21) Περὶ μετανοίας· 22) Περὶ πίστεως· 23) Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· 24) Περὶ τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Κυρίου· 25) Λόγος περὶ τοῦ θανάτου τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου.
Σῴζονται δὲ καὶ ἐννενήκοντα μία ἐπιστολαί του. Ἀπολεσθέντα ἔργα του εἶνε· ¨Ερμηνεῖαι εἰς τὸν Ἡσαΐαν καὶ ἄλλους προφήτας, εἰς τὰς Παροιμίας καὶ τὴν Σοφίαν Σολομῶντος.
Ὁ Ἀμβρόσιος διεκρίθη καὶ ὡς ρήτωρ ἐκκλησιαστικὸς καὶ ὡς ὑμνογράφος, πολλοὶ δὲ τῶν ὕμνων αὐτοῦ εἶνε ἐν χρήσει ἐν τῇ λατρείᾳ τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος συνέταξε καὶ τὸν τὸ πρῶτον κατὰ τὴν βάπτισιν τοῦ Ἱεροῦ Αὐγουστίνου ψαλέντα ὕμνον «Σὲ ὑμνοῦμεν, Σὲ εὐλογοῦμεν, Σοὶ εὐχαριστοῦμεν Κύριε καὶ δεόμεθά σου ὁ Θεὸς ἡμῶν», τὸ ὀλιγόλογον τοῦτο μεγαλούργημα «τὸ χωρὶς φιλολογικὰ στολίδια καὶ πτωχὸν εἰς λέξεις μεγαλοπρεπεῖς, ἀλλ᾿ ἐν τῇ ἀφελείᾳ του ὡς ἄλλη ἑπτάχρους ἴρις ἅπαντα περιλαμβάνον τὰ εἴδη τῶν προσευχῶν, -αἶνον, εὐλογίαν, εὐχαριστίαν, δέησιν- καὶ ἁπάσας ἐξεικονίζον τὰς στάσεις τῆς ψυχῆς ἐνώπιον τοῦ Ποιητοῦ αὐτῆς».
Ἀλλ᾿ οἱ κόποι, εἰς οὓς ὑπεβάλλετο, ἵνα ἐπαρκέσῃ εἰς τὴν τόσον πολυσχιδῆ του ἐργασίαν καὶ ἡ ἀσκητικὴ ζωή, ἣν διῆγε, κατέβαλον ταχέως τὸν Ἀμβρόσιον καὶ τὴ 4ην Ἀπριλίου τοῦ 397, ἡμέρα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, μετὰ ἀρχιερατείαν 23 πολυπόνων ἐτῶν καὶ εἰς ἡλικίαν 57 ἐτῶν παρέδωκε τὸ πνεῦμα καὶ τὴν Κυριακὴν τῆς Ἀναστάσεως ἐτάφη. Ὁ θάνατός του κατελύπησε τοὺς πάντας, ὀρθοδόξους, αἱρετικούς, ἰουδαίους καὶ εἰδωλολάτρας, διότι ὑπῆρξεν εὐεργετικὸς πρὸς πάντας. Εἰς τὴν κηδείαν του προσέτρεξαν οἱ πάντες, φόρον τιμῆς καὶ εὐγνωμοσύνης ἀποτίοντες πρὸς τὸν ἐπίσκοπον, ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθη κοινὸς πάντων πατήρ. Ἡ Ἐκκλησία ἐθρήνησε τὴν ἀπώλειαν τοῦ καλοῦ ποιμένος, τοῦ σοφοῦ διδασκάλου, τοῦ σθεναροῦ προασπιστοῦ τῆς ὀρθοδοξίας, τοῦ θαρραλέου προστάτου τῶν πτωχῶν καὶ ἀδικούμενων, τοῦ ἐπισκόπου, ὅστις ἐν τῷ προσώπῳ του παρέσχε ζῶσαν εἰκόνα ἐπισκόπου, ὡς διαγράφει αὐτὴν ὁ Ἀπ. Παῦλος, γράφων πρὸς Τιμόθεον. Ἡ Ἐκκλησία κατέταξεν αὐτὸν μεταξὺ τῶν ἁγίων καὶ ὤρισεν ἡμέραν τῆς μνήμης αὐτοῦ τὴν 7ην Δεκεμβρίου, ἡμέραν τῆς εἰς ἐπίσκοπον προχειρίσεώς του.


ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ
Προσευχὴ τοῦ ἀπολωλότος προβάτου
(Ἀπόδοση ἀπὸ τὰ λατινικὰ στὴν νέα ἑλληνική)
Ἔλα Κύριε Ἰησοῦ. Ζήτησε τὸν δοῦλο σου, τὸ πρόβατο τὸ ἀπολωλός, ἔλα Βοσκέ. Ἄφησε τὰ ἄλλα ἐνενήντα ἐννέα πρόβατα καὶ ζήτησε τὸ ἕνα, τὸ χαμένο. Ἔλα σ᾿ ἐμένα, ποὺ μὲ παραμονεύουν λύκοι. Ἔλα σ᾿ ἐμένα, τὸν διωγμένο ἀπὸ τὸν παράδεισο. Ἔλα νὰ βρεῖς ἐμένα, ποὺ Σὲ ἀναζητῶ. Ζήτησέ με, δέξου με, πᾶρε με κοντά Σου. Μπορεῖς νὰ βρεῖς αὐτὸν ποὺ ἀναζητᾷς. Δέξου νὰ περιμαζέψεις αὐτὸν ποὺ βρίσκεις. Βάλε πάνω στὸν ὦμο Σου αὐτὸν ποὺ περιμάζεψες. Ἕνα φορτίο εὐσπλαχνίας δὲν εἶναι γιὰ Σένα βάρος. Ἔλα λοιπὸν Κύριε. Ἔλα Κύριε ν᾿ ἀναζητήσεις τὸ πρόβατό Σου. Ἔλα Ἐσύ, ὁ ἴδιος. Φέρε με στὸ Σταυρό, ποὺ εἶναι σωτηρία γιὰ τοὺς πλανεμένους, ἀνάπαυση γιὰ τοὺς κουρασμένους, ζωὴ γιὰ τοὺς νεκρούς. Ἔλα καὶ θὰ ἔρθει ἡ σωτηρία στὴ γῆ καὶ ἡ χαρὰ στὸν οὐρανό.

Τριπλή ή χαρά μας 

Εορτάζει ό ΆΓΙΟΣ αλλά είναι καί τά Ονμαστήρια τού Σεπτού Ποιμενάρχου μας . Εορτάζει καί η Ιερά Μας Μητρόπολις. Διά τά τόσα έτη ποιμαντορίας του, Ο Άγιος Τριαδικός Θεός διά πρεσβειών τού σήμερον Εορτάζοντος Αγίου , να τού χαρίζει ΕΙΡΗΝΗΝ, ΑΓΑΠΗΝ ΤΕΛΕΙΑΝ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΗΜΕΡΕΥΣΙΝ


ΑΣΠΑΖΟΜΕΝΟΙ ΥΪΚΩΣ ΤΗΝ ΔΕΞΙΑΝ ΣΑΣ

ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΗΚΟΝΤΟΣ ΣΕΒΑΣΜΟΥ 

ΤΟ ΕΚΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ & Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ  
ΚΑΙ Ο ΠΙΣΤΟΣ ΛΑΟΣ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ ΜΑΣ 

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι’ (10Η ) ΛΟΥΚΑ


ΚΥΡΙΑΚΗ Ι’ (10Η ) ΛΟΥΚΑ
Δεν υπάρχουν , αληθοφανείς συμβουλές, ή ωραίες φράσεις, ή ακόμα και αυτά τά ιερώτατα λόγια της Αγίας Γραφής, χρησιμοποιούν και θέτουν σε εφαρμογή, κάποιοι άνθρωποι, ή και ακόμα, παρουσιάζονται ώς υπέρμαχοι ακόμα και της πίστεως, και των παραδόσεων, και στο όνομα όλων αυτών προσπαθούν να πλήξουν και να διαβάλουν κάποιον πού μισούν, ένα αθώο άνθρωπο,  δηλαδή έναν πραγματικά ευσεβή.
Όπως πάντοτε συνήθιζε ό Κύριος, ένα Σάββατο , μπήκε στην συναγωγή, δίδασκε με τά θεία λόγια Του, προς τους συγκεντρωμένους γι’ αυτόν τον σκοπό στην συναγωγή, και όπως ήταν φυσικό οί πάντες τον άκουγαν με πολύ μεγάλη προσοχή.
Μεταξύ, αυτών , όμως, υπήρχε και μια γυναίκα, πού για δέκα οκτώ ολόκληρα χρόνια, πονηρό πνεύμα, την κρατούσε κυρτωμένο το σώμα, ώστε να μην μπορεί να σηκώσει ούτε το κεφάλι της. Όλο όμως, αυτό το πρόβλημά της , δεν τήν απέτρεπε από τον πραγματικό της σκοπό, δηλαδή , την θεραπεία της. Αντιθέτως , της τόνωνε την ευσέβεια, και γι’ αυτό ακριβώς , βρισκόταν πάντα την ίδια μέρα και ώρα στην συναγωγή, και άκουγε τον κύριο. Εκείνος , βλέποντας την ευσέβειά της, απευθυνόμενος προς εκείνη της είπε; «Γύναι, απολέλυσαι της αμαρτίας σου.». Και αυτό το έκανε , τοποθετώντας, τά χέρια του επάνω της, και τό πονηρό εκείνο πνεύμα, έφυγε τρομαγμένο, και εκείνη θεραπεύτηκε από την ασθένειά της, ανόρθωσε το σώμα της, και με τά γεμάτα δάκρυα μάτια της , από την συγκίνησή της και γεμάτη ευγνωμοσύνη , κοίταξε τον ευεργέτη της Κύριον και από τά βάθη της καρδιάς της και της ψυχής τον Θεό.
Ο θαυμασμός , μπροστά στο μεγάλο αυτό θαύμα, έκδηλος από όλους! Από όλους: Σίγουρα όχι . Ένας και μοναδικός, στην συγκέντρωση, ο Αρχισυνάγωγος, πού τον κυρίευσε ό φθόνος , και τον τύφλωσε η αγανάκτηση. Ήταν αυτός , πού αντί να είναι ό πρώτος που έπρεπε να δώσει το παράδειγμα δοξολογίας προς τον θεό, ή έστω να τιμήσει και να προβάλει το θαυματουργό έργο του Κυρίου, προσποιούμενος τον άγρυπνο φύλακα του μωσαϊκού νόμου, τον κατηγόρησε έμμεσα, ότι τάχα κατέλυσε την αργία του Σαββάτου. Πολύ υποκριτικά, θέλησε, να παραστήσει το εξαιρέτως καλό έργο της θεραπείας, του σημερινού θαύματος, ως παράβαση της αργίας του Σαββάτου., δηλαδή , ως ο θεός να απαγόρευε τά καλά έργα κατά την ημέρα του Σαββάτου.
Και αμέσως λαμβάνει την απάντηση του Κυρίου : ‘Υποκριτή, εάν κανείς από εσάς έχει δεμένο το βόδι του ή τον όνο του  στήν φάτνη, κατά την ημέρα του Σαββάτου δεν τά λύνει και τά οδηγεί, για να τά ποτίσει;
Μήπως επειδή είναι Σάββατο τά αφήνει δεμένα να πεθάνουν από την δίψα: Όχι βέβαια! Αυτή εδώ, πού είναι θυγατέρα του Αβραάμ , δεν έπρεπε σήμερα, ημέρα Σαββάτου, να λυθή από το πολυχρόνιο και καταθλιπτικό δέσιμο του διαβόλου;  Περισσότερο αξίζουν τά ζώα από τον άνθρωπο;” Και ο Αρχισυνάγωγος, τον οποίον, ό ίδιος ό διάβολος, τον είχε δέσει με τον φοβερό δεσμό του φθόνου και της υποκρισίας, δεν μίλησε καθόλου, έσκυψε καταντροπιασμένος και καταπικραμένος το κεφάλι του, και πιθανώς να αποχώρησε μετά από αυτό, αντίθετα από τον λαό ο οποίος χαιρότανε για το συγκεκριμένο θαύμα, αλλά και για όλα τά θαυμαστά έργα πού γίνονταν από τον Κύριο.
        Οι άνθρωποι περισσότερο αποστρέφονται έναν υποκριτή, και λιγότερο έναν αμαρτωλό. Γιατί ο αμαρτωλός είναι πιο εύκολο να μετανοήσει και να σωθεί, Όχι, όμως ο Υποκριτής!!. Γιατί  αυτός, είναι που μέσα του είναι γεμάτος κακία και κάθε ασχήμια, και εξωτερικά παρουσιάζεται ως έντιμος, ίσως και καλοκάγαθος, αλλά είναι και γίνεται περισσότερο αντιπαθητικός, όταν περιβάλλεται το ένδυμα της ευσεβείας, για να εκμεταλλεύεται ευκολότερα τους πιο αφελείς , και να μπορεί να πολεμάει με περισσότερη ασφάλεια και με ευκολία αυτούς πού μισεί.
Αυτή η υποκρισία, όμως αναπτύσσεται ιδιαίτερα μεταξύ κάποιων ευσεβών ανθρώπων, οι οποίοι αρχικά προσχώρησαν στον δρόμο του θεού, ίσως να κατέλαβαν και κάποια άνώτερα εκκλησιαστικά αξιώματα, αλλά κατόπιν, σταδιακά αλλά  και μακροχρόνια, παρέκλιναν του σκοπού και αξιώματός τους. Έχασαν την πρώτη τους αγάπη προς τον θεό, δεν πρόσεξαν καθόλου την εσωτερική κατάσταση ούτε πρόσεξαν την εξωτερική τους αναστροφή. Άφησαν την καρδιά τους να κυριευθεί από διάφορα πάθη, όπως π.χ. την φιλαργυρία. Και μήπως , οι Φαρισαίοι δεν ήταν φιλάργυροι; Η μήπως, δεν ήταν αυτοί πού έπεσαν και γυμνώθηκαν από κάθε αρετή, και την δική τους γύμνωση της ψυχής τους , θέλησαν να την σκεπάσουν με την ευσεβοφάνειά τους;    
«Ένας τέτοιος υποκριτής, είναι  αυτός, πού θέλει να ονομάζεται άγιος , να τον τιμούν, και όλοι να τον προσκυνούν. Βλέπεις την εξωτερική του εμφάνιση και νομίζεις, ότι φέρεται και πράττει κατά πάντα σύμφωνα με το θέλημά του Θεού.
Στην πραγματικότητα όμως η καρδιά του είναι γεμάτη από φθόνο, δολιότητα, και από κάθε είδους κακία». Είναι πολύ επικίνδυνοι γενικώτερα για την ίδια την κοινωνία, αλλά και ιδιαίτερα για τους αληθινά ευσεβείς ανθρώπους. «Ενώ έχουν την καρδιά τους γεμάτη από μίσος, όπως μάς πληροφορεί ό ίδιος  ο Μεγάλος Βασίλειος, δείχνουν αντί μίσους και φθόνου , επιφανειακή αγάπη . Μας προειδοποιεί ότι μοιάζουν με υφάλους , που σκεπάζονται από ελάχιστο νερό , και δεν φαίνονται, μά προκαλούν καταστροφές στους απρόσεκτους».
        Γι’ αυτόν τον λόγο, λοιπόν, ο Θεός να μας προστατεύει και να μας φυλάει από τους υποκριτές και την υποκρισία. Κανέναν ποτέ στον δημόσιο βίο του, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, δεν έλεγξε με τέτοια δριμύτητα, όσο με αυτή που έλεγξε τους Γραμματείς και Φαρισαίους , τους  απόλυτους υποκριτές της εποχής του, αλλά και κάθε εποχής. Αμην!