Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ & ΑΙΓΑΙΑΛΕΙΑΣ 
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ <<Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ >> ΔΙΓΕΛΙΩΤΙΚΩΝ 

            Μετά πάσης Εκκλησιαστικής λαμπρότητος ετελέσθησαν οι κάτωθι Εορταστικές Εκδηλώσεις .

             Κατά τό εσπέρας , δηλαδή τήν Παραμονήν 29/11/2017  ΜΕΓΑΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ 
ΜΕΤ' ΑΡΤΟΚΛΑΣΙΑΣ , Προσφοράς όλων τών Ενοριτών και διαφόρων Επισκεπτών . 
                  Ετίμησαν μέ τήν παρουσία τους, ώς είθισται ,  οί κάτωθι Ιερείς είς τόν Εσπερινόν : 1) Αιδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος π. Γρηγόριος Μαμαλής - Εφημέριος Μητροπολιτικού Ιερού Ναού Κοιμήσεως τής Θεοτόκου (ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗΣ ) ΑΙΓΙΟΥ τ. Εφημέριος τού Ιερού Ναού μας, 2) Αιδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος π. Δημήτριος Κουτρουλής - Εφημέριος   Ιερού Ναού Αγίων Κωνσταντίνου - Ελένης & Θεοπορομήτορος Άννης ΑΙΓΙΟΥ , 3) Αιδεσιμολογιώτατος πρωτοπρεσβύτερος π. Βασίλειος Γιαννακόπουλος - Εφημέριος Ιερού Ναού Αγίου Αλεξίου Σταφιδαλώνων ΑΙΓΙΟΥ , 4) Αιδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος π. Πέτρος Αθανασόπουλος - Εφημέριος Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου ΤΕΜΕΝΗΣ 
       Κατά δέ τήν κυριώνυμον Ημέραν 30/11/2017 , ετελέσθησαν 
 Ορθρος & Θεία Λειτουργία μετ' Αρτοκλασίας , είς τήν οποίαν έλαβον μέρος οι κάτωθι Ιερείς :
     1) Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης π. Χρυσόστομος Γιώντζας, ο οποίος διά ακόμα μιά φορά μάς έφερε πιό κοντά στό νά κατανοήσουμε τόν Θείον & Ευαγγελικόν λόγον, μεταφερόντάς μας νοερώς στήν δύσκολη εποχήν πού έζησε Ο σήμερον εορτάζων Άγιος Ανδρέας ο Απόστολος και το πώς και εμέις μπορούμε νά γίνουμε <<μιμητές >> του , τόσο στήν ζωή μας, όσο και όταν παραστεί ανάγκη , νά δώσουμε καί τήν <<δικήν μας μαρτυρία>> , όταν κληθούμε νά το πράξουμε. 
           2)  Αιδεσιμώτατος Ιερεύς π. Αριστοτέλης Οικονομόπουλος - Εφημέριος Ιερών Ναών Κοιμήσεως Θεοτόκου ΒΑΛΙΜΗΣ  & Αγίου Χαραλάμπους ΒΟΥΤΣΙΜΟΥ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ . 
       3)  Με τήν παρουσία πλήθους εκπροσώπων ,τόσον τών γειτονικών  Τοπικών Διαμερισμάτων , όσο και Εκπροσώπησης τής Τοπικής Δημοτικής Αρχής , καθώς και πλήθος μαθητών τού Τοπικού Δημοτικού Τεμένης , μετά τών Συνοδών Δασκάλων τους και του Διευθυντού τους κου Κωνσταντίνου Μεσσάζου . 
      Εγένετο δέ μετά τό πέρας τής Θείας Λειτουργίας  καί κλήρωσις 1 (ενός)Αρνίου , το οποίο κληρώθηκε είς τόν κον Κολοκυθάν Παναγιώτην - κάτοικον τής Ενορίας μας.

           Μετά  τό πέρας τής Θείας Λειτουργίας καί τών Ακολουθιών , ακολούθησε προσφορά καφέ καί γλυκισμάτων , προσφορά τών κυριών τής Ενορίας μας & του Εκπολιτιστικού Συλλόγου <<Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ>> , οί οποίες τά προσέφραν μέ περισσή αγάπη.

Κατά τήν διάρκεια τής ημέρας και μέχρι αργά το απόγευμα ο Ενορικός Ιερός  Ναός μας έμεινε ανοικτός ,για τούς προσκυνητές πού θά επιθυμούσαν να προσκυνήσουν τήν χάριν τού Αγίου Αποστόλου Ανδρέου , με ευθύνη τών Επιτρόπων Μας , και μελών τής Ενορίας μας εθελοντικώς.   

ΕΚ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ 

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ (30 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ)



«Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν»

http://img1.blogblog.com/img/icon18_wrench_allbkg.png
Πέμπτη, 28 Νοεμβρίου 2013
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ (30 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ)


«Ο άγιος Ανδρέας ήταν από την πόλη της Βηθσαϊδά, υιός κάποιου Εβραίου Ιωνά και αδελφός του Πέτρου του αποστόλου και κορυφαίου των μαθητών του Χριστού. Αυτός προηγουμένως μαθήτευσε στον Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη, κι έπειτα, όταν άκουσε από τον διδάσκαλό του, που δακτυλοδεικτούσε τον Ιησού,  το, Ίδε ο αμνός του Θεού, τον άφησε και ακολούθησε τον Χριστό. Είπε και στον Πέτρο το, Ευρήκαμεν Ιησούν τον από Ναζαρέτ, και αποσπάστηκε στην αγάπη του Χριστού. Και πολλά άλλα είναι γραμμένα γι’  αυτόν στη θεόπνευστη Γραφή. Αυτός λοιπόν με τον τρόπο αυτό  ακολούθησε τον Χριστό. Μετά την Ανάληψη Εκείνου, για τον κάθε απόστολο κληρώθηκε και διαφορετική χώρα. Στον πρωτόκλητο έτυχε η χώρα των Βιθυνών και ο Εύξεινος Πόντος, τα μέρη της Προποντίδας, μαζί με τη Χαλκηδόνα και το Βυζάντιο και τη Θράκη και τη Μακεδονία, που έφθαναν μέχρι τον Ίστρο ποταμό, η Θεσσαλία και η Ελλάδα και τα μέρη της Αχαΐας. Αλλά και η Αμινσός, η Τραπεζούντα, η Ηράκλεια και η Άμαστρις. Αυτές τις χώρες δεν τις πέρασε, σαν λόγια που χάνονται, αλλά σε κάθε πόλη υπέστη πολλές δυσκολίες, συνάντησε πολλές δυσχέρειες, μολονότι με τη βοήθεια του Χριστού τις ξεπερνούσε όλες. Θα θυμηθούμε το τι πέρασε σε μία πόλη, αφήνοντας τις άλλες στους γνώστες του έργου του.
Όταν ο Ανδρέας έφτασε στη Σινώπη και κήρυξε εκεί τον λόγο του ευαγγελίου, υπέστη πολλές θλίψεις. Δηλαδή τον έριξαν στη γη και τον τραβούσαν από τα χέρια και τα πόδια, τον κατασπάρασσαν με τα δόντια και τον κτυπούσαν με ξύλα, τον λιθοβολούσαν και τον τράβηξαν μακριά από την πόλη, αφού του έκοψαν το δάκτυλο με τα δόντια. Αλλά αυτός φάνηκε και πάλι άρτιος και υγιής από τις πληγές του, με επέμβαση του Σωτήρα και Διδασκάλου του. Από εκεί σηκώθηκε και επισκέφτηκε πολλές πόλεις και χώρες, όπως τη Νεοκαισάρεια, τα Σαμόσατα, τους Αλανούς, τους Αβασγούς, τους Ζήκχους, του Βοσποριανούς και τους Χερσωνίτας. Έπειτα διέπλευσε στο Βυζάντιο, χειροτόνησε τον Στάχυ επίσκοπο, πέρασε από τις υπόλοιπες χώρες, και έφτασε προς την ένδοξη Πελοπόννησο. Εκεί φιλοξενήθηκε από τον Σωσίο, τον οποίο, επειδή ήταν βαριά άρρωστος, τον θεράπευσε. Και αμέσως όλη η πόλη εκείνη των Πατρών προσήλθε στον Χριστό. Τότε ήταν που και η γυναίκα του ανθυπάτου Μαξιμίλλα λύθηκε από τα χαλεπά δεσμά της αρρώστιας της και έγινε γρήγορα καλά, οπότε πίστεψε και αυτή.  Και ο σοφότατος Στρατοκλής, ο αδελφός του ανθυπάτου Αιγέατου, και άλλοι πολλοί που ταλαιπωρούνταν από ποικίλα νοσήματα,  βρήκαν την υγεία τους με το ακούμπισμα των χεριών του αποστόλου.  Για όλα αυτά, περιέπεσε σε μανία ο Αιγεάτης και προσήλωσε σε σταυρό τον απόστολο, οπότε και ο απόστολος έφυγε από τη ζωή αυτή. Ο ίδιος δε, έπεσε στη γη από ψηλό γκρεμό και συνετρίβη. Το λείψανο του αποστόλου, μετά από πολύ χρόνο, μετατέθηκε στη Κωνσταντινούπολη, επί της βασιλείας του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, με δική του διαταγή, από τον άγιο Αρτέμιο τον μάρτυρα. Και κατατέθηκε μαζί με τον άγιο Λουκά και τον άγιο Τιμόθεο στο περίβλεπτο τέμενος των Αγίων Αποστόλων».

Ο άγιος Ανδρέας ο πρωτόκλητος, ο πρώτος δηλαδή που κλήθηκε από τον Χριστό να γίνει μαθητής Του, δεν κλήθηκε απροϋπόθετα και ως έτυχε. Υπήρξε από εκείνους που είχαν αναζητήσεις σχετικά με τον Μεσσία, που ο πόθος τους για τον Θεό ήταν έντονος. Κι αυτό φάνηκε κ α ι  από το γεγονός ότι ανήκε στην ομάδα των μαθητών του Ιωάννου του Προδρόμου, ο οποίος προετοίμαζε τους ανθρώπους ακριβώς προς υποδοχή του Μεσσία, κ α ι  από το γεγονός ότι μετά την κλήση του ένιωσε την ανάγκη να καλέσει τον αδελφό του Πέτρο, με τη διαπίστωση ότι «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν». Ο υμνογράφος του, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, επισημαίνει και τα δύο αυτά γεγονότα. «Ο τω Προδρόμου φωτί μεμορφωμένος, ότε το απαύγασμα το ενυπόστατον της πατρικής δόξης έφανεν…τότε πρώτος ένδοξε, τούτω προσέδραμες». (Συ που μορφώθηκες από το φως του Προδρόμου, όταν ο Χριστός, το ενυπόστατο απαύγασμα της δόξας του Θεού Πατέρα φάνηκε…τότε πρώτος, ένδοξε, έτρεξες σ’  αυτόν). Και: «Τον ποθούμενον Θεόν εν σαρκί κατιδών επί γης βαδίζοντα, θεόπτα Πρωτόκλητε, τω μεν ομαίμονι εβόας αγαλλόμενος∙ Ευρήκαμεν ω Σίμων τον ποθούμενον». (Όταν είδες τον Θεό που ποθούσες να βαδίζει ως άνθρωπος στη γη, θεόπτη πρωτόκλητε, φώναζες με χαρά στον αδελφό σου: Βρήκαμε, Σίμων, τον ποθούμενο».

Ο συναξαριστής του αυτήν την αναζήτηση, η  οποία αποτέλεσε προφανώς και την προϋπόθεση για να γίνει άμεσος συνεργάτης του απολυτρωτικού στον κόσμο έργου του Κυρίου, την καταγράφει ως εξής: «Ένας από τους μαθητές  του Ιωάννη Προδρόμου ήταν και ο Ανδρέας, άνδρας κατά τα άλλα σεμνός και αξιοσέβαστος, που έψαχνε την αλήθεια πίσω από το γράμμα του νόμου με βαθύ φρόνημα, και που αναζητούσε στον λόγο, σαν πίσω από παραπέτασμα, τις κρυμμένες προφητείες για τον Χριστό, ακολουθώντας μέσω αυτών αυτό που δηλωνόταν». Τα παραπάνω σημαίνουν ότι η αφελής πεποίθηση πολλών ότι οι μαθητές του Κυρίου ήταν απλοϊκοί άνθρωποι, διότι ήταν ψαράδες, δεν ισχύει. Ψαράδες ήταν, απλοί άνθρωποι μπορεί, όχι όμως απλοϊκοί, με την έννοια του απροβλημάτιστου και επιφανειακού ανθρώπου. Καθώς τα πράγματα φανερώνουν, η ύπαρξή τους φλεγόταν από το ερώτημα περί της αληθείας, περί του Θεού και των ενεργειών Του, περί των δηλουμένων από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Κι είναι φυσικό: ο Κύριος δεν θα μπορούσε να έχει ως αμέσους συνεργάτες Του ανθρώπους χωρίς πάθος για την αλήθεια. Ο ίδιος άλλωστε το είχε επισημάνει: Θα με ακολουθήσουν και θα με ακούσουν όσοι αγαπούν την αλήθεια. «Πας ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής». Ένας τέτοιος λοιπόν άνθρωπος, σοβαρός και σεβαστός, με βαθειά αναζήτηση ήταν και ο απόστολος Ανδρέας. Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας διαπιστώνουν και αυτοί την παραπάνω πραγματικότητα: «Εζήτησας Χριστόν την όντως ζωήν,  και ζητήσας πρώτος εύρες» (Ζήτησες τον Χριστό, που είναι η πραγματική ζωή, και επειδή την ζήτησες, πρώτος και την βρήκες).

Η βαθύτητα της αναζήτησης του Ανδρέα περί τα τίμια και αληθή της ζωής κάνει τον άγιο υμνογράφο να επικεντρώσει την προσοχή του και στο ιεραποστολικό πια έργο του αποστόλου. Όπως δηλαδή ο ίδιος στρεφόταν πάντα στο βάθος των πραγμάτων, εκεί που «η αλήθεια κρύπτεσθαι φιλεί», εκεί που αγαπά να κρύβεται η αλήθεια, κατά τον Έλληνα φιλόσοφο, έτσι και η δράση του ως αποστόλου λειτουργούσε στο βάθος της καρδιάς των ανθρώπων. Αυτό ήταν το ζητούμενο από τον άγιο Ανδρέα: πώς ο λόγος του θα κρούσει τις βαθειές χορδές της καρδιάς του ανθρώπου, πώς ο λόγος του σαν αγκίστρι θεϊκό θα σαγηνεύσει τον αληθινό άνθρωπο. «Ο τη τέχνη αλιεύς και τη πίστει μαθητής, ως βυθόν διερευνών τας καρδίας των πιστών, το άγκιστρον χαλά του λόγου, και σαγηνεύει ημάς». (Ο αλιέας κατά την τέχνη και μαθητής κατά την πίστη, διερευνώντας τις καρδιές των πιστών σαν να είναι βυθός, ρίχνει το αγκίστρι του λόγου και μας σαγηνεύει).

Κι αυτό βεβαίως επιτυγχανόταν με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος που είχε λάβει κατά την Πεντηκοστή ο άγιος Ανδρέας, με τη φλόγα που προσέλαβε και έγινε θεόληπτος. «Του Πνεύματος την φλόγα τη γλώσση προσλαβών, γέγονας, Απόστολε, θεόληπτος ανήρ, των ουρανίων τα κάλλη περιπολεύων». Ο σεμνός και αξιοσέβαστος από τη φύση του χαρακτήρας του αγίου, ενισχυόμενος από τη φλόγα της Πεντηκοστής τον έκανε, κατά τον υμνογράφο, σαν τεντωμένο βέλος, που τραυμάτιζε τους δαίμονες και θεράπευε τους τραυματισμένους από την απιστία ανθρώπους. «Εντείνας σε δυνατόν, ώσπερ βέλος, μακάριε, επαφήκεν εις τον σύμπαντα κόσμον ο Κύριος, τραυματίζων δαίμονας και δυσσεβεία τους ανθρώπους τραυματισθέντας ιώμενος».b

Ο «αδίστακτος πόθος του να ακολουθεί θερμά τον Χριστό» έκανε τον άγιο Ανδρέα, σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο υμνογράφος του, να προσθέτει πόθο πάνω στον πόθο αυτό, τόσο ώστε να  μιμηθεί τον Κύριό Του και στον τρόπο του διά Σταυρού θανάτου Του. Με σταυρικό θάνατο τελειώθηκε και ο απόστολος, διαβαίνοντας πια κοντά σ’  Εκείνον τον οποίο πράγματι επόθησε σαν αληθινός μαθητής και σοφός μιμητής Του. «Πόθω πόθον προσθείς, διά σταυρού διαβαίνεις προς ον επόθησας, ως αληθής μαθητής και σοφός μιμητής γενόμενος του διά Σταυρού αυτού πάθους». Μακάρι «η φωτιά της αγάπης του Χριστού που περιέφερε στην καρδιά του» ο άγιος Ανδρέας, να ανάψει λίγο και στη δική μας καρδιά. Θα είναι η απόδειξη ότι πράγματι ο ερχομός του Χριστού που ευαγγελίστηκαν οι απόστολοι, σαν τον άγιο Ανδρέα, βρήκε την εκπλήρωσή του και σε εμάς.
Αναρτήθηκε από ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΑ στις 3:40:00 μ.μ. http://img1.blogblog.com/img/icon18_email.gif

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ´ ΛΟΥΚΑ (ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ)



ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ´ ΛΟΥΚΑ (ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ)


«Διδάσκαλε αγαθέ...Τι με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός, ει μη εις∙ ο Θεός» (Λουκ. 18, 18-19)

α. Μία αξιολογική κρίση για τον Ίδιο και μία ερώτηση περί της αιώνιας ζωής δέχεται ο Κύριος από έναν άρχοντα, στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα του Λουκά, το οποίο είναι καθ’  όλα ίδιο – πλην της προσθήκης  ότι πρόκειται περί πλουσίου νεαρού – με το αντίστοιχο ευαγγέλιο του  Ματθαίου. Και προξενεί εντύπωση  το γεγονός ότι ο Κύριος δεν μένει μόνο στο θεωρούμενο βασικό ερώτημα – ποιο ερώτημα μπορεί να θεωρηθεί πιο ουσιαστικό από αυτό της αιώνιας ζωής; - αλλά σχολιάζει και την κρίση γι’  Αυτόν: «Διδάσκαλε αγαθέ». Γιατί άραγε; Ποιος ο λόγος ο Κύριος να μην αφήσει κατά μέρος την προσφώνησή Του από τον προσελθόντα άρχοντα;

β. 1. Ο Κύριος καταρχάς δεν αμφισβητεί τον ρόλο Του ως διδασκάλου. Δεν σχολιάζει το γεγονός ότι πράγματι ήλθε στον κόσμο και ως Διδάσκαλος. Όλοι όσοι Τον προσήγγιζαν, όντως Τον αποδέχονταν με τον συγκεκριμένο τρόπο, χωρίς ο Κύριος να απορρίπτει τη συγκεκριμένη Του ιδιότητα. Κι είναι ευνόητο: ήταν ο Ίδιος ο Λόγος του Θεού, που και ως άνθρωπος λειτούργησε με τον συγκεκριμένο τρόπο. «Εγώ ήλθον ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία». «Με αποκαλείτε Διδάσκαλο και Κύριο. Και πράγματι είμαι». Ο λόγος συνεπώς και η διδασκαλία Του περιέκλειε την παντοδυναμία του Θεού, ήταν το όχημα, θα έλεγε κανείς, να καλέσει η χάρη του Θεού την καρδιά του ανθρώπου, ή, με τη διατύπωση του αποστόλου Παύλου, το ευαγγέλιό Του ήταν και είναι  «η δύναμις του Θεού εις σωτηρίαν παντί τω πιστεύοντι». Το «ουδέποτε ελάλησεν άνθρωπος ως ούτος ο άνθρωπος» θα αποτελεί πάντοτε σε όλους τους αιώνες την αντίδραση των ακροατών Του, ακόμη και των θεωρουμένων αρνητών και εχθρών Του. Και βεβαίως, ως γνωστόν, ο Κύριος λειτουργούσε ως διδάσκαλος και μέσα από τα θαύματά Του. Τα θαύματά Του δεν ήταν «μαγικά», προς θάμπωμα των ανθρώπων, αλλά άλλου είδους φανέρωση και μαρτυρία της νέας πραγματικότητας που έφερνε στον κόσμο.

2. Η αντίδρασή Του είναι για τον χρωματισμό που δίδει σ’  Αυτόν ως διδάσκαλο ο προσελθών άρχων: «Τι με λέγεις αγαθόν;» Για να συμπληρώσει με ό,τι αποκαλύπτει για την έννοια του αγαθού η Παλαιά Διαθήκη: «ουδείς αγαθός, ει μη εις, ο Θεός». Το δεύτερος σκέλος, η αξιωματική θέση ότι ο Θεός είναι ο μόνος αγαθός φωτίζει την άρνηση της αποδοχής του χαρακτηρισμού και για τον Ίδιο. Τι θέλουμε να πούμε; Ο Κύριος προφανώς δεν αρνείται αυτό που ήλθε να φανερώσει: ότι είναι ο ενανθρωπήσας Θεός. Αλλά η φανέρωση αυτή γινόταν σταδιακά, διότι απαιτούσε την ανάλογη πίστη των ανθρώπων. Ας θυμηθούμε ότι και οι μαθητές Του, ακόμη δε και η ίδια η Παναγία Μητέρα Του, δεν έφτασαν στο σημείο αυτό φωτισμού – να Τον πιστεύουν και ως Θεό – παρά μόνον μετά την Ανάληψή Του, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Με τη δύναμη της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος θα διανοίγονταν τα μάτια της ψυχής τους, για να Τον δουν στην ολοκληρία Του: τον Θεό που ενανθρώπησε. Ακόμη και η ομολογία του αποστόλου Πέτρου ότι είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος, λίγο καιρό προ των Παθών Του, ήταν μία περιστασιακή ομολογία, η οποία μετά από λίγο θα γινόταν τριπλή άρνηση. Και περισσότερο: η αποκάλυψη της θεϊκής Του δόξας στο όρος Θαβώρ στους «προκρίτους» των μαθητών Του, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, θα συνοδευόταν από την εντολή να μην πουν τίποτε για όσα είδαν και άκουσαν, παρά μόνον μετά την εκ νεκρών Ανάστασή Του.

3. Έτσι, η ερωτηματική άρνησή Του ότι είναι  και Αυτός αγαθός αποτελεί το προστατευτικό κάλυμμα σ’ εκείνον – τον άρχοντα, αλλά και όλους τους ακροατές Του της ώρας εκείνης – που έτσι κι αλλιώς δεν Τον προσήγγισε ως τον Μεσσία  και που δεν είχε τους ανάλογους οφθαλμούς και τη δύναμη να Τον αποδεχτεί ως Θεό, πολλώ μάλλον που η εξέλιξη του διαλόγου απέδειξε και τη μη γνησιότητα της αναζήτησης του άρχοντα: στην υπόδειξη του Κυρίου να Τον ακολουθήσει για να βρει το «ένα που του έλειπε», ώστε να κερδίσει την αιώνια ζωή, με απόρριψη του βάρους του πλούτου του, εκείνος «απήλθε λυπούμενος». Διότι προφανώς η αγάπη για τα πλούτη του ήταν μεγαλύτερη από την αγάπη του για τον Θεό. Η πλάγια αυτή άρνηση του Κυρίου ότι είναι αγαθός, γι’ αυτούς που δεν μπορούν να Τον δουν ως Θεό, θυμίζει την περίπτωση του Μωυσή, όταν κατέβηκε από το όρος Σινά με τις πλάκες του Νόμου: είχε κάλυμμα στο πρόσωπό του, διότι οι συμπατριώτες του αδυνατούσαν να αντέξουν τη λάμψη που εξέπεμπε. Αντιστοίχως λοιπόν και ο Κύριος: δρα με τρόπο φιλάνθρωπο, προκειμένου να προστατέψει τους αδύναμους πνευματικούς οφθαλμούς του προσελθόντος σ’ αυτόν άρχοντα.

4. Είπαμε όμως ότι ο Κύριος προσανατολίζει στον μόνο Αγαθό, τον αληθινό Θεό. «Ουδείς αγαθός, ει μη εις, ο Θεός». Μία αλήθεια που καταλαβαίνει κανείς τη σημασία της, όταν σκεφτεί ότι όλες οι φιλοσοφίες και οι προβληματισμοί του ανθρώπου στο διάβα των αιώνων το περί αγαθού ερώτημα είχαν ως επίκεντρο των αναζητήσεών τους. Διότι ανάλογα με το τι προσδιόριζε κανείς ως αγαθό, αντιστοίχως καθόριζε και το πρακτέο της ζωής του. Με άλλα λόγια, η αξιολογία – ο λόγος περί του αγαθού – οδηγούσε και στην ανάλογη δεοντολογία. Δύο απλά παραδείγματα νομίζουμε μπορούν να φωτίσουν τα πράγματα. Το ένα: Ο άφρων πλούσιος της προηγουμένης Κυριακής – που σημειωτέον στο βάθος δεν διαφέρει και πολύ από τον σημερινό άρχοντα – ως αγαθό της ζωής του είχε τα πλούτη του και τα υλικά αγαθά του. Η αξιολογία του αυτή: ο πλούτος είναι ό,τι αξίζει στη ζωή, τον οδήγησε και στην ανάλογη πράξη: να είναι ένας ατομιστής, που δεν βλέπει τίποτε στη ζωή του πέρα από τον εαυτό του. Κι από την άλλη: Ο Ζακχαίος του γνωστού περιστατικού της Καινής Διαθήκης, πλούσιος και αυτός, έχει διαφορετική αξιολογική κλίμακα. Η συνάντησή του με τον Κύριο αλλάζει τις προτεραιότητές του και αγαθό γι’ αυτόν γίνεται ο Θεός και το θέλημά Του. Η πράξη έπειτα της ζωής του επιβεβαιώνει την αλλαγή: αποκαθιστά τις αδικίες που είχε διαπράξει, μοιράζει την περιουσία του στους πτωχούς.
Έτσι, ο τονισμός από τον Κύριο του Θεού ως του μόνου Αγαθού προσανατολίζει τον άνθρωπο σ’  Εκείνον που (πρέπει να) συνιστά κέντρο της ζωής του και κινητήρια δύναμη των ενεργειών του. Είναι σαν να υπενθυμίζει ο Κύριος ότι ο Θεός δεν είναι το περιθώριο της ζωής, αλλά η βάση και το θεμέλιο, η πηγή όλων των αξιών, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα ότι ο άνθρωπος δεν είναι ο ίδιος αγαθός, δηλαδή δεν είναι και δεν μπορεί να είναι η αξιακή αναφορά του κόσμου, μπορεί όμως να γίνει αγαθός, στο βαθμό που αποδέχεται τον αγαθό Θεό και σχετίζεται με Αυτόν.

γ. Ως χριστιανοί είμαστε σε προνομιούχο θέση: πιστεύουμε στον Χριστό, ως Θεό και άνθρωπο, συνεπώς Τον θεωρούμε ως τον όντως Αγαθό, την μόνη και απόλυτη αξία της ζωής μας. Όλη η εκκλησιαστική ζωή πλέκεται γύρω από αυτήν την πραγματικότητα, που καθορίζει και την πορεία μας ως χριστιανών. Είμαστε όμως, ακριβώς για τον ίδιο λόγο, και στη δεινότερη θέση: αν δεν γινόμαστε μαζί Του αγαθοί, αν δεν είμαστε κι εμείς ως μέλη Του αγαθοί, σημαίνει ότι δεν έχουμε καμία πραγματική σχέση μ’  Εκείνον. Και αγαθός, κατά το πρότυπο του Κυρίου, θα πει: άνθρωπος πίστεως και αγάπης προς τον Θεό, άνθρωπος πίστεως και αγάπης προς τον συνάνθρωπο. Αγαθός μ’  ένα λόγο γίνεται εκείνος που διαπνέεται πραγματικά από αγάπη, διότι ο φύσει Αγαθός, ο Θεός, «αγάπη εστί».

Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017

Ἅγιος Νεκτάριος Ο ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΣΤΟΡΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΓΝΩΜΗΣ



Ἅγιος Νεκτάριος
Ο ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΣΤΟΡΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΓΝΩΜΗΣ
(Βιογραφικὰ στοιχεῖα ποὺ συνέταξε ὁ Θεολόγος Μιχαήλ Σοφός)
Δὲν θὰ παύση Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, νὰ ἀναδεικνύῃ ἁγίους ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Χαίρει ἡ Ἐκκλησία διὰ τοὺς νεοφανεῖς ἁγίους, ἐξαιρέτως δέ, διὰ τὸ νέκταρ τὸ γλυκύτατον τῆς ἐναρέτου ζωῆς, τὸ πολύτιμον σκεῦος τῶν δωρεῶν τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τὸν Θεοφόρον Ἱεράρχη, τὸν Ἅγιον Νεκτάριον ἐπίσκοπον Πενταπόλεως.
Ἅγιος τοῦ Θεοῦ, γεννήθηκε τὴν 1 Ὀκτωβρίου τοῦ 1846 στὴν Σηλυβρία τῆς Ἀνατολικῆς Θρᾴκης κι ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀναστάσιος. Οἱ γονεῖς του ἦσαν ὁ Δημοσθένης Κεφαλᾶς κι ἡ Μαρία Κεφαλᾶ. Ἡ μητέρα του ἦταν πολὺ εὐσεβὴς καὶ ὅταν ὁ Ἅγιος ἦταν πέντε ἐτῶν τοῦ δίδαξε τὸν ν´ ψαλμὸ τοῦ Δαβίδ. Ὅταν ὁ Ἀναστάσιος ἔφθανε στὸν στίχο «διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου» τὸν ἐπαναλάμβανε πολλὲς φορές, σὰν νὰ ἤξερε πόσο καθοριστικὸς θὰ ἦταν ὁ ῥόλος του ἀργότερα.
Γιὰ λόγους οἰκονομικοὺς ἀφοῦ τελείωσε τὸ Δημοτικὸ καὶ τὸ Σχολαρχεῖο στὴν πατρίδα του, ἔφυγε σὲ ἡλικία δεκατεσσάρων χρονῶν γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ προσελήφθη ὡς ὑπάλληλος σὲ συγγενικὸ κατάστημα μὲ μόνη ἀμοιβὴ στέγη καὶ τροφή. Παρὰ τὶς δύσκολες συνθῆκες βρίσκει καταφύγιο στὴ μελέτη, τὴ μόνιμη στὴ ζωή του συντροφιὰ καί, μάλιστα, ὅσα ἀπὸ τὰ ῥητὰ τὰ θεωροῦσε ὠφέλιμα γιὰ τοὺς ἀγοραστές του, τὰ σημείωνε στὰ περιτυλίγματα τοῦ καπνοῦ. Ἀργότερα ἐργάστηκε ὡς παιδονόμος στὸ Ἁγιοταφικὸ Μετόχι τῆς Πόλης, ὅπου διευθυντὴς ἦταν ὁ θεῖος του. Ἀγαποῦσε καὶ συμμετεῖχε σχεδὸν κάθε ἡμέρα στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες. Ὁ πόθος διὰ τὴν Μοναχικὴ Πολιτεία ἦταν διακαής.
Τὸ 1868 σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν φεύγει ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ μεταβαίνει στὴν Χῖο καὶ ὑπηρετεῖ ὡς γραμματοδιδάσκαλος στὸ Λιθί, ἕως τὸ 1873, ὅπου προσέρχεται στὴν Νέα Μονὴ καὶ μετὰ ἀπὸ τριετῆ δοκιμασία λαμβάνει στὶς 7 Νοεμβρίου 1876 τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα μὲ τὸ ὄνομα Λάζαρος. Στὶς 15 Ἰανουαρίου (ἡμέρα τῆς βαπτίσεώς του) τὸ 1877 χειροτονεῖται διάκονος ἀπὸ τὸν μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο καὶ μετονομάζεται σὲ Νεκτάριο. Στὴν Χῖο φοιτᾷ στὸ Γυμνάσιο, ἀλλὰ ὁ σεισμὸς τοῦ 1881 τὸν ἀναγκάζει νὰ ἔρθει στὴν Ἀθήνα, ὅπου στὸ Βαρβάκειο δίνει τὶς ἀπολυτήριες ἐξετάσεις, ὡς κατ᾿ οἶκον διδαχθεὶς καὶ παίρνει τὸ ἀπολυτήριο.
Τὸ 1881 ταξιδεύει στὴν Ἀλεξάνδεια, ὅπου συναντᾷ τὸν πατριάρχη Σωφρόνιο, ὁποῖος τὸν παροτρύνει νὰ σπουδάσει στὸ πανεπιστήμιο, κάτι ποὺ γίνεται ἐφικτὸ μὲ τὴν οἰκονομικὴ ὑποστήριξη τῶν ἀδελφῶν Χωρέμη. Τὸ 1882 πῆρε τὴν ὑποτροφία τοῦ κληροδοτήματος Α.Γ. Παπαδάκη. Πῆρε τὸ πτυχίο του τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1885 μὲ βαθμὸ «καλῶς».

Στὶς 23 Μαρτίου τοῦ 1886 χειροτονεῖται πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἀλεξανδρείας Σωφρόνιο. Στὶς 6 Αὐγούστου τοῦ ἰδίου ἔτους χειροθετεῖται Μέγας Ἀρχιμανδρίτης καὶ Πνευματικὸς καὶ τοποθετεῖται στὴν Πατριαρχικὴ Ἀντιπροσωπεία Καΐρου. Ἐργάζεται συνεχῶς μὲ ζῆλο καὶ αὐταπάρνηση. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας τὸν ἀμείβει μὲ τὸ ὕπατο ἀξίωμα. Στὶς 15 Ἰανουαρίου τοῦ 1889 χειροτονεῖται μητροπολίτης Πενταπόλεως, στὸν Ἅγιο Νικόλαο Καΐρου (ὁ ὁποῖος ἀνακαινίστηκε ῥιζικῶς ὑπὸ τοῦ Ἁγίου), ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Σωφρόνιο, τὸν πρώην Κερκύρας Ἀντώνιο καὶ τὸν Σιναίου Πορφύριο. Ὡς μητροπολίτης συνέχισε νὰ ἀσκεῖ τὰ ἴδια καθήκοντα, χωρὶς μάλιστα νὰ πληρώνεται, λόγῳ τῆς δεινῆς οἰκονομικῆς κατάστασης τοῦ Πατριαρχείου. Ἔλαβε ἐνεργὸ μέρος γιὰ τὶς ἐκδηλώσεις τῆς 50ετηρίδος τῆς ἀρχιερατείας τοῦ εὐεργέτη καὶ προστάτη του Πατριάρχη, ποὺ ἔμελλε νὰ γίνει διώκτης του. Μὲ μεγάλη ταπείνωση δέχτηκε τὸ ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης καὶ εἶναι ἀξιοσημείωτο νὰ ἀναφέρωμεν τί ἔλεγε πρὸς τὸν Κύριο: «Κύριε διατί μὲ ἀνύψωσες εἰς τοσοῦτον μέγα ἀξίωμα; Ἐγὼ σοῦ ἐζήτησα νὰ γίνω μόνον Θεολόγος κι ὄχι Μητροπολίτης. Ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας Σοῦ ἐζήτησα νὰ γίνω ἕνας ἁπλὸς ἐργάτης τοῦ Θείου Λόγου Σου, καὶ Σύ, Κύριε, τώρα μὲ δοκιμάζεις μὲ τόσα πράγματα. Ἀλλ᾿ ὑποτάσσομαι, Κύριε, εἰς τὸ θέλημά Σου, καὶ δέομαι: καλλιέργησε ἐντός μου τὴν ταπεινοφροσύνην καὶ τὸν σπόρον τῶν λοιπῶν ἁγίων ἀρετῶν, δι᾿ ὧν τρόπων γνωρίζεις, καὶ ἀξίωσόν με νὰ ζήσω πάσας τὰς ἐπὶ γῆς ἡμέρας μου συμφώνως πρὸς τοὺς λόγους τοῦ μακαρίου Παύλου, ὅστις λέγει: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». Καὶ ὁ Κύριος εἰσάκουσε τὴ δέηση τοῦ ταπεινοῦ Ἱεράρχου. Οἱ ἀρετὲς τοῦ Ἁγίου διεδόθηκαν παντοῦ καὶ ὅλοι μιλοῦσαν μὲ θαυμασμὸ γιὰ τὸ θησαυρὸ ποὺ τοὺς χάρισε ὁ Θεός. Ὅμως ὁ δημιουργὸς τῆς κακίας, ὁ διάβολος, δὲν ἄργησε νὰ κάνει τὴν ἐμφάνισή του. Πράγματι κάποιοι φιλόδοξοι κληρικοὶ ποὺ εἶχαν εἰσχωρήσει στὸ περιβάλλον τοῦ ἐνενηντάχρονου Πατριάρχη διέβαλαν τὸν Ἅγιο ὅτι δῆθεν ξεσηκώνει τὸ λαὸ καὶ ἐπιδιώκει νὰ ἀναλάβει τὸν Θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας. Μάλιστα ὑπαινίχθησαν καὶ ἠθικὲς παρεκτροπὲς τοῦ δικαίου Νεκταρίου. Αὐτὸ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα τὴν παύση τοῦ Ἁγίου ἀπὸ τὴ Διεύθυνση τοῦ Πατριαρχικοῦ Γραφείου καὶ ... τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ λαμβάνει μέρος τροφῆς ἐν τῇ κοινῇ τραπέζῃ μετὰ τῶν ἱερέων καὶ νὰ διαμένει στὸ οἴκημα τῆς Πατριαρχικῆς Ἐπιτροπείας. Μετ᾿ ὀλίγον ἀποπέμπεται ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο μὲ τὴν αἰτιολογία «μὴ δυνηθεὶς νὰ ἐξοικειωθῇ πρὸς τὸ κλίμα τῆς Αἰγύπτου». Μάταια ζήτησε νὰ συναντήσει τὸν Πατριάρχη. Οἱ πιστοὶ ἐθλίβησαν ποὺ στερήθησαν τὸν «συμπαθέστατον τῶν Ἀρχιερέων καὶ τὸν ἀγαθώτατον καὶ δραστηριώτατον τῶν κληρικῶν».
Ἐδέχθη θεῖος πατὴρ τὴν ἀδικίαν ταύτην καὶ πικρὴ δοκιμασία ἐν πολλῇ εὐχαριστίᾳ πρὸς τὸν Κύριον καὶ ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο κι ἦλθε στὴν Ἀθήνα τὸ 1889, χωρὶς χρήματα καὶ ἀπογοητευμένος ἀναζητῶντας ἐργασία, ἀδυνατῶντας νὰ πληρώσει ἀκόμη καὶ τὰ ἐνοίκια στὴν Νεάπολη (Ἐξάρχεια). Μετὰ ἀπὸ ἀγῶνες καταφέρνει νὰ πάρει μία θέση ἱεροκήρυκος στὴν Εὔβοια. Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1893 μετατίθεται στὴν νομὸ Φθιωτοφωκίδος ὅπου ἐργάζεται ἀκάματα γιὰ μόλις ἕξι μῆνες, ἀφήνοντας ἄριστες ἐντυπώσεις. Τὸν Μάρτιο τοῦ 1894 ἀναλαμβάνει τὴ διεύθυνση τῆς Ῥιζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς. Ἐργάζεται μὲ ζῆλο Θεοῦ γιὰ τὴν ἐμφύτευση τοῦ ἱεροῦ ζήλου τῆς ἱεροσύνης στοὺς ἱεροσπουδαστές του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπαγγελματική τους ἀποκατάσταση, τὴν ἀναμόρφωση τοῦ ἀναλυτικοῦ προγράμματος τῆς σχολῆς, ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν καλυτέρευση τοῦ φαγητοῦ καὶ τὴν ἄθληση. Κατάφερε νὰ χορηγοῦνται τέσσερις ὑποτροφίες κάθε χρόνο γιὰ μαθητὲς προερχόμενους ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία. Τὸ κυριότερο εἶναι ὅτι ἀποτελεῖ γιὰ αὐτοὺς ἕνα ζωντανὸ παράδειγμα. Ἰδιαίτερη ἔμφαση ἔδωσε στὴ λατρευτικὴ ζωὴ καὶ ἀνέδειξε ὡς λατρευτικὸ κέντρο τὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς Ῥιζαρείου καὶ τὴ σχολὴ πνευματικὸ ἵδρυμα προσκαλῶντας ἐπιστήμονες νὰ δίνουν διαλέξεις.
Ἡ προσευχή του ἦταν τὸ σημαντικότερο λίπασμα γιὰ τὴν ἄνθηση τῆς σχολῆς. Παράλληλα ἀσκοῦσε καὶ λειτουργικό, κηρυκτικό, ἐξομολογητικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ ἔργο. Σχετίζεται μὲ τὸν πάπα-Πλανᾷ καὶ παίρνει μέρος στὶς ἀγρυπνίες στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου ὅπου ἔψαλλαν οἱ Παπαδιαμάντης καὶ Μωραϊτίδης. Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1898 ἐπισκέπτεται γιὰ πρώτη φορὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Διέμεινε γιὰ ἕνα μήνα καὶ ἐπισκέφτηκε τὰ κυριότερα μοναστήρια καὶ σκῆτες. Συνδέθηκε ἰδιαίτερα μὲ τὸν Γέροντα Δανιὴλ μὲ τὸν ὁποῖο διατήρησε μία πολύχρονη φιλία. Ἐπίσης συνεδέθη μὲ τὸν π. Ἱερώνυμο Σιμωνοπετρίτη ὁ ὁποῖος ἀργότερα διαδέχθηκε τὸν Ἅγιο Σάββα τῆς Καλύμνου στὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῆς μονῆς στὴν Αἴγινα. Τὸ ἑπόμενο καλοκαῖρι (Αὔγουστος 1898) ταξίδεψε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν γενέτειρά του Σηλυβρία. Εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ προσκυνήσει τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Σηλυβριανῆς καὶ τοὺς τάφους τῶν γονέων του. Τὸ 1904 ἔγινε πραγματικότητα ἡ ἐπιθυμία του γιὰ ἵδρυση γυναικείας μοναστικῆς ἀδελφότητος, ἀρχικὰ ἀποτελουμένης ἀπὸ τέσσερις ἀδελφές. Ὁ Ἅγιος δὲν ἔπαυε νὰ τὶς κατευθύνει πνευματικά, νὰ τὶς στηρίζει ἠθικὰ καὶ οἰκονομικά. Στὶς 7 Φεβρουαρίου τοῦ 1908 ὑπέβαλε τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὴ διεύθυνση τῆς Ῥιζαρείου λόγω ἀσθενείας.
Ἀφοσιώνεται στὴν καθοδήγηση τῶν μοναχῶν, στὴν ἀνοικοδόμηση τῆς μονῆς, στὴ συγγραφὴ καὶ στὴν πνευματικὴ καὶ οἰκονομικὴ στήριξη τῶν ἀδυνάτων κατοίκων του. Οἱ δοκιμασίες ὅμως δὲν σταμάτησαν. Γιὰ ποικίλους λόγους ἡ ἐπίσημη ἀναγνώριση τῆς μονῆς δὲν ἦλθε παρὰ μόνο ὅταν ὁ Ἅγιος εἶχε κοιμηθεῖ. Ἐπιπλέον, κατηγορήθηκε γιὰ ἀνηθικότητα ἀπὸ τὴ μητέρα μίας κοπέλας ποὺ κατέφυγε στὴ μονὴ νὰ μονάσει. Ὅλες αὐτὲς τὶς δοκιμασίες τὶς βίωνε μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸ Θεὸ καὶ εἶναι χαρακτηριστικὸ πὼς μία ἀπὸ τὶς προσφιλεῖς ἀσχολίες του ἦταν ἡ φιλοτέχνηση σταυρῶν στοὺς ὁποίους ἔγραφε «Σταυρὸς μερὶς τοῦ βίου μου».
Ἡ ὑγεία τοῦ Ἁγίου ἦταν πάντα εὔθραυστη. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 1919 ἡ πάθηση τοῦ προστάτη ἄρχισε νὰ ἐπιδεινώνεται. Μετὰ ἀπὸ παράκληση τῶν μοναχῶν εἰσάγεται στὶς 20 Σεπτεμβρίου στὸ Ἀρεταίειο νοσοκομεῖο τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου νοσηλεύτηκε γιὰ πενήντα ἡμέρες. Τὴν Κυριακὴ 8 Νοεμβρίου τοῦ 1920, πρὸς τὸ μεσονύκτιο παρέδωσε πλήρης οὐρανίου γαλήνης τὴν μακαρία ψυχή του εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος, τὸν ὁποῖο ἀγάπησε ἐκ νεότητος καὶ δι᾿ ὅλου τοῦ βίου ἐδόξασεν, σὲ ἡλικία 74 ἐτῶν. Τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ἁγίου εὐωδίαζε καὶ εὐῶδες μύρον ἔκβλυζε ἀπὸ τὸ πρόσωπό του. Αὐθημερὸν μεταφέρθηκε στὴν Αἴγινα, στὸ Μοναστηράκι του κι ἐψάλη ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία καὶ ἐτάφη ἐν συῤῥοῇ κλήρου καὶ λαοῦ.
τάφος του ἀνοίχτηκε ἐπανειλημμένα κατὰ τὰ ἑπόμενα χρόνια καὶ γιὰ εἴκοσι καὶ πλέον ἔτη τὸ σῶμα τοῦ ἦταν σῶον καὶ ἀδιάφθορον, ἐκχέον τὴν ἄῤῥητον εὐωδίαν τῆς ἁγιότητος ὡς μυροθήκη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλ᾿ ὕστερον διελύθη, κρίμασιν οἷς οἶδεν ὁ Θεός, ὡς διελύθησαν πολλὰ ἀδιάφθορα λείψανα ἁγίων. Στὶς 2 Σεπτεμβρίου τοῦ 1953 ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν χαριτόβρυτων λειψάνων του, ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτη Ὕδρας Προκοπίου, παρισταμένων καὶ ἄλλων κληρικῶν, μοναχῶν καὶ πλήθους λαοῦ. Μία ἄῤῥητη εὐωδία πλημμύρισε τὴν περιοχή. Τὸ 1961 ἔγινε ἡ ἐπίσημος ἀναγνώρισις τοῦ Ἁγίου ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.
«Μέγας Κύριος ἡμῶν καὶ τῆς μεγαλοσύνης Αὐτοῦ οὐκ ἔσται πέρας, δοξάζων τοὺς δοξάσαντας αὐτοῦ» ὡς ἀψευδῶς ἐπηγγήλατο. Ὄντως ὁ Ἅγιος Νεκτάριος εἶναι ὁ Ἅγιος τοῦ αἰῶνος μας, ὁ γλυκύς, ὁ πρᾶος, ὁ ἀνεξίκακος, ὁ ταπεινὸς καὶ διὰ τοῦτο ἔλαβε καὶ λαμβάνει τόση χάρη ἀπὸ τὸν Κύριο τῆς Δόξης.
συμπαθὴς Ἅγιος νὰ παρέχει ἑνὶ ἐκάστω, ἐν παντὶ καὶ πάντοτε τὴν πατρικὴ καὶ σωστικὴ ἀντίληψίν του καὶ βοήθειαν. Ἀμήν.


Μερικὰ πρόσθετα βιογραφικὰ στοιχεῖα
Μεγάλο ὑπῆρξε ἐπίσης καὶ τὸ συγγραφικό του ἔργο, τὸ ὁποῖο ξεκίνησε ἀπὸ τὴ νεαρά του ἡλικία. Ἔγραψε σπουδαιότατες θεολογικὲς μελέτες, δογματικά, ἠθικά, κατηχητικά, διδακτικὰ καὶ ποιητικὰ ἔργα. Μόνο γιὰ τὴν Παναγία ἀφιέρωσε 5000 στίχους στὴν ποιητική του συλλογὴ «Θεοτοκάριον».
Κοιμήθηκε στὸ Ἀρεταίειον Νοσοκομεῖο Ἀθηνῶν βαριὰ ἀσθενὴς ὡς ἄπορος, ἀλλὰ μὲ γαλήνια συνείδηση καὶ πλοῦτο θείων χαρισμάτων. Ἀμέσως φάνηκαν τὰ σημεῖα τῆς Ἁγιότητός του, ἀφοῦ τὸ δωμάτιο εὐωδίασε καὶ ἄρχισε τὸ ἱερό του σκήνωμα νὰ μυροβλύζει καὶ νὰ θαυματουργεῖ. Τὸ ἱερό του σκήνωμα ἔμεινε ἐπίσης ἄφθαρτο γιὰ 30 χρόνια. Ἀργότερα διαλύθηκε, κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, μετὰ ἀπὸ παράκληση τοῦ ἴδιου τοῦ Ἁγίου γιὰ νὰ δοθοῦν τεμάχια σὲ ὅλο τὸν κόσμο, ἐπειδὴ καὶ ἐν ζωῇ ἐξάλλου ἡ ἀγκαλιά του πάντοτε ἦταν τόσο πλατιά, ποὺ ὄντως χωροῦσε ὅλο τὸν κόσμο.
Στὶς 20 Ἀπριλίου τοῦ 1961 ἔγινε ἐπίσημη ἀνακήρυξή του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ οὕτως ἄλλως λαὸς τὸν τιμοῦσε ἤδη ὡς μεγάλο Ἅγιο. Συνεχῶς θαυματουργεῖ, θεραπεύει καὶ διακονεῖ ποικιλοτρόπως τὴ στρατευόμενη Ἐκκλησία. Ἰδιαίτερα συμπαρίσταται στοὺς καρκινοπαθεῖς καὶ στοὺς ὀχλούμενους ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων. Χτίζονται ἀναρίθμητοι ναοὶ καὶ βαπτίζονται συνεχῶς παιδιὰ στὸ ὄνομά του. Ἡ μνήμη του τέλος τιμᾶται τὴν 3η Σεπτεμβρίου (ἀνάμνηση ἀνακομιδῆς τῶν Ἁγίων Λειψάνων του) καὶ ἰδιαιτέρως τὴν 9η Νοεμβρίου (ἀνάμνηση τῆς κοιμήσεώς του). Τὰ ἱερά του λείψανα βρίσκονται στὴν ἱερὰ Μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδας στὴν Αἴγινα, ἡ ὁποία εἶναι παγκόσμιο πλέον προσκύνημα.